ΣΥΝΕΔΡΙΕΣ | ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ


9:00 – 11:30
«Μετατοπίσεις»: Από την πλευρά των εικαστικών
Συντονίστρια: Αρετή Αδαμοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Χώρος: Φετιχιέ Τζαμί

Σύγχρονες εικόνες, έργα που παράγονται σε ενεστώτα χρόνο, βιωματικές προσεγγίσεις σε ιστορικά ζητήματα, καλλιτέχνες που λειτουργούν σαν ερευνητές ανθρωπολόγοι, εικαστικές προσεγγίσεις σε υπάρχοντα μνημεία θα αποτελέσουν τη βάση μιας συζήτησης με πυρήνα την ιδέα της μετακίνησης, ιδωμένη υπό το πρίσμα ιστορικών τέχνης. Πώς σύγχρονοι καλλιτέχνες συζητούν μνημεία, τόπους και ιστορικά βιώματα; Πώς το παρελθόν ενεργοποιείται εικαστικά σε κάθε παρόν;

_Δέσποινα Τσούργιαννη, Ιστορικός της τέχνης, Συλλογή Έργων Τέχνης Alpha Bank
Η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά Καραβία (1871-1960): Μία ιδιότυπη περίπτωση καλλιτεχνικού νομαδισμού.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα που τώρα διανύουμε, ύστερα δηλαδή από πενήντα περίπου χρόνια συστηματικής καλλιέργειας των λεγόμενων Σπουδών Φύλου (Gender Studies), η ιστορία των γυναικών, της δράσης και του έργου τους, εντάσσεται, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η ιστορικός Ελένη Βαρίκα, στο ευρύτερο κεφάλαιο της ιστορίας, των ιδεών και νοοτροπιών, με επίκεντρο την ανάλυση των αναπαραστάσεων, του κανονιστικού λόγου και της συλλογικής φαντασίας. Απότοκο της συστηματικής αυτής διερεύνησης στο πεδίο της Ιστορίας της Τέχνης είναι η ανάδειξη του έργου σημαντικών ελληνίδων ζωγράφων, με προεξάρχουσα την Θάλεια Φλωρά Καραβία. Η μέχρι τώρα μελέτη της ζωής και του έργου της εδράζεται σε μία γραμμική χρονολογική αντίληψη. Με την παρούσα εισήγηση γίνεται απόπειρα να εξεταστεί το corpus των έργων της, κυρίως οι τοπιογραφίες, με βάση τους ποικίλους τόπους στους οποίους η καλλιτέχνιδα κατά καιρούς έζησε και δημιούργησε, τόπους που ουσιαστικά συνιστούν τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του λεγόμενου παροικιακού ελληνισμού. H περίπτωση της Φλωρά Καραβία, με τις πολλαπλές μετακινήσεις της τόσο στην Ευρώπη και την Αμερική όσο και σε όλες σχεδόν τις περιοχές του ευρύτερου Ελληνισμού (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο) αντανακλά κατεξοχήν την έννοια της καλλιτεχνικής κινητικότητας, σε μία εποχή όπου η στασιμότητα και ο εγκλεισμός ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με τη γυναικεία ταυτότητα.
Από το πολύμορφο σύνολο των έργων της θα έχω τη δυνατότητα να επιλέξω μία κατηγορία τοπιογραφιών, όπου με σαφήνεια αποτυπώνονται σημαντικά ιστορικά μνημεία με ιδιαίτερο ιδεολογικό βάρος για τους κατοίκους της κάθε περιοχής που απεικονίζεται, για παράδειγμα οι πολυάριθμες αποτυπώσεις της Αγίας Σοφίας στην Πόλη, έμφορτες συμβολισμού, σε μία περίοδο κάθετης ανάπτυξης του ελληνικού Μεγαλοϊδεατισμού ή οι απεικονίσεις αρχαιολογικών μνημείων στην Αίγυπτο, όπως ο Ναός του Καρνάκ. Αναμφίβολα, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ευρύτερου ανατολικού γεωφυσικού χώρου (μικρασιατικού και αιγυπτιακού) επέδρασε με τρόπο καθοριστικό στη διαμόρφωση του εκφραστικού ιδιώματος αλλά και της θεματογραφίας της ζωγράφου. Από την άλλη πλευρά όμως, αυτή η αδιάκοπη μετακίνησή της σε τρεις ηπείρους είναι αποκαλυπτική της προσπάθειας της να συγκροτήσει τον καλλιτεχνικό της εαυτό μέσα από τη χρήση διαφορετικών κάθε φορά χωρικών και πολιτισμικών πρακτικών, πέρα από τον μανιχαϊστικό διαχωρισμό δημόσιου/ιδιωτικού. Η μετακίνηση στον χώρο μετατρέπεται με τον τρόπο αυτό σε κομβικό μέσο θέασης αλλά και χαρτογράφησης της γυναικείας καλλιτεχνικής υποκειμενικότητας μέσα από τις διαρκείς εναλλαγές και μετατοπίσεις της.

_ Συραγώ Τσιάρα, Ιστορικός της τέχνης, Διευθύντρια Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Δονούμενα Σώματα: Η Μεταβίβαση της Μαρίας Λοϊζίδου στον Κεραμεικό.
Το καλοκαίρι του 2015, η Μαρία Λοϊζίδου παρουσίασε στον Κεραμεικό την εγκατάσταση με τίτλο «Μεταβίβαση», σε παραγωγή του οργανισμού ΝΕΟΝ και επιμέλεια της υπογράφουσας. Η εικαστική σύλληψη αξιοποίησε τον πλούτο της πολιτισμικής και ιστορικής διαστρωμάτωσης του αρχαιολογικού χώρου για να δώσει μορφή σε μια σειρά από εικαστικά παλίμψηστα, γλυπτά και επιτελέσεις, τα οποία δεν ερμηνεύουν ούτε αναπαριστούν παλαιότερα ίχνη, αλλά προτείνουν νέους μνημονικούς και ενεργειακούς πυρήνες συνάντησης σωμάτων και μεταβίβασης ενέργειας. Κρίσιμη στη διαδικασία της σύλληψης στάθηκε η αναπαράσταση της χειραψίας στη σκηνή της «Δεξίωσης», συχνή στις επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού, καθώς είναι εκείνη που διασφαλίζει τη συνέχεια της ζωής και μεταδίδει την ενέργεια μέσω της ένωσης των χεριών, στην ύστατη στιγμή του αποχαιρετισμού νεκρών και ζώντων.
Η «Μεταβίβαση», με αφετηρία την εικαστική προσέγγιση της ιστορίας και των μνημείων του Κεραμεικού, επιχειρεί μια στοχαστική περιήγηση και επεξεργασία εμπειριών και συναισθημάτων που σχετίζονται με την ατομική και συλλογική μνήμη. Η δημιουργός υφαίνει με μεταλλικό νήμα γλυπτούς όγκους και επιφάνειες που παραπέμπουν σε ταφικά έθιμα, στον ρόλο των γυναικών σε θρησκευτικές τελετές κατά την αρχαιότητα, αλλά και σε πρόσφατες στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας με αναφορές στο εργατικό κίνημα, την εκβιομηχάνιση της παραγωγής και την ένταξη των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Οι συνειρμοί που προκύπτουν από τη συνεργατική πρακτική της ύφανσης θέτουν εκ νέου ζητήματα κοινωνικών σχέσεων και ανταλλαγών στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας της τέχνης και του τεχνο-ακτιβισμού.
Ο αρχαιολογικός χώρος του νεκροταφείου και το μουσείο του Κεραμεικού αντιμετωπίζονται ως ένα συνολικό πολιτισμικό σύστημα επανένταξης της σύγχρονης τέχνης σε γόνιμο διάλογο, τόσο με τα υλικά ίχνη του παρελθόντος, όσο και με την ίδια τη σωματική εμπειρία της μετακίνησης – περιήγησης των επισκεπτών στον αρχαιολογικό χώρο.

_Δώρα Κεχαγιά, Θεατρολόγος, Επιμελήτρια Εκθέσεων
Dzhangal. Ένα μεταφωτογραφικό πείραμα ερμηνείας του στρατοπέδου του Καλαί.
“Dzhangal”, στα Παστό σημαίνει “Αυτό είναι το δάσος” και είναι η λέξη που χρησιμοποιείται για το στρατόπεδο προσφύγων του Καλαί, στις βόρειες ακτές της Γαλλίας. Ο φωτογράφος Yideon Mendel επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ζούγκλα το Φεβρουάριο του 2016 ως μέλος μιας ομάδας ακτιβιστών. Μέσα από τη διδασκαλία της φωτογραφίας, αυτός και οι συνεργάτες του ήθελαν να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των προσφύγων που έμεναν εκεί. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε: οι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι που κατέκλυζαν καθημερινά το στρατόπεδο είχαν δημιουργήσει γενική απέχθεια απέναντι στις κάμερες κάθε είδους, που σε κάποιες φάσεις εκφραζόταν έως και βίαια.
Μετά από το πρώτο σοκ, ο Mendel αποφάσισε να προχωρήσει πέρα από τη επιθετική κριτική που δέχτηκε στο μέσον της δουλειάς του. Το παράδοξο και αφιλόξενο μέρος του κινούσε το ενδιαφέρον. Άφησε στην άκρη το φωτογραφικό φακό και ξεκίνησε να συλλέγει διάφορα αντικείμενα που έβρισκε πεταμένα και εγκαταλειμμένα στους χώρους του στρατοπέδου: αποκόμματα βιβλίων, ειδη προσωπικής υγιεινής, ρούχα, παπούτσια, υπολείμματα από δακρυγόνα. Ως τεκμήρια της έρευνάς του ή/και ως πρώτη ύλη της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, τα μετέφερε στο εργαστήριό του, τα ταξινόμησε και τα φωτογράφισε. Τέλος, τα εξέθεσε μαζί με τις φωτογραφίες τους σε μια εγκατάσταση στην γκαλερί Autograph ABP στο Λονδίνο.
Ο καλλιτέχνης μάς λέει πως καθώς συνέλεγε τα διάφορα αντικείμενα, φανταζόταν τον εαυτό του να λειτουργεί «ως ιστορικός του μέλλοντος, που μετά από χίλια χρόνια θα προσπαθούσε να κατανοήσει τι συνέβη εδώ». Συγκλονισμένος από τις συνέπειες του εκτοπισμού, προσπάθησε να μεταφέρει στην ενδοχώρα την κατάσταση που βιώνουν στα σύνορα μεγάλοι πληθυσμοί, οι οποίοι διαμένουν σε άθλιες συνθήκες. Ταυτόχρονα επιχείρησε να σχολιάσει την «εξαιρετικότητα» αλλά και την «πλαδαρότητα» της στρατοπεδικής καθημερινότητας, τις ιδιαίτερες σχέσεις και πολιτικές που αναπτύσσονται εντός της. Όπως είπε ο ίδιος, προσπάθησε να βάλει σε σειρά το χάος που έβλεπε γύρω του.
Με αφορμή το έργο του Mendel, η παρουσίασή μου επιχειρεί να εξετάσει την καλλιτεχνική και εκθεσιακή πρακτική που χρησιμοποιεί την ταξινόμηση ως μέθοδο κατανόησης του κόσμου. Δοκιμάζει να αναλύσει τη διαδικασία που μετατρέπει «τυχαία σκουπίδια» σε «ποικιλία ευρημάτων». Προσπαθεί να διακρίνει τους τρόπους με τους οποίους τα αντικείμενα «υλοποιούν» τις συνθήκες. Διερωτάται για το αν η ανάγνωση των τακτοποιημένων ευρημάτων συνιστά και την «απόδοση του νοήματος» και για τον τρόπο, με τον οποίο η έννοια της ποικιλίας εμπεριέχει την έννοια της ταξινόμησης. Τέλος, εξετάζει τον βαθμό, στον οποίο η τακτοποίηση γίνεται ένας μηχανισμός ερμηνείας και αποδοχής, ένα είδος «κοινής λογικής».

_Ασπασία Λυκουργιώτη, θεατρολόγος, υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Πατρών
Μια μετακίνηση στον τάφο της Αντιγόνης. Το θεωρητικό πλαίσιο, η διαδικασία υλοποίησης και πρόσληψης μιας performance.
Στις 30 Απριλίου του 2017, μια ομάδα ερευνητών, καθηγητών και φοιτητών του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, μαζί με καλλιτέχνες από το χώρο των αναπαραστατικών τεχνών, μετακινήθηκαν από το Πανεπιστήμιο Πατρών, προς το πρόσφατα ανακαλυφθέν, μυκηναϊκό νεκροταφείο στη Βούντενη Πατρών, με στόχο να δώσει μια σιωπηλή βιωματική απάντηση σε ένα από τα πιο διαχρονικά θεατρολογικά ζητήματα, το ζήτημα της ταφής στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η σημασία της ταφής σε αυτό το έργο είναι τόσο μεγάλη – η κινητήριος δύναμη όλης της δράσης του – που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή, όταν παρουσιάζεται αποκομμένη από το ιστορικό και αρχαιολογικό της πλαίσιο. Οι θεατές της παράστασης θα κληθούν να ακολουθήσουν μια διαδρομή μέσα στο νεκροταφείο και να συνδιαλλαγούν παράλληλα με τα in situ αρχαιολογικά ευρήματα, όσο και τη θεατρική τελετή – performance, η οποία έχει στόχο να φέρει στο παρόν διαφορετικές χρονικότητες του έργου. Με άλλα λόγια, μαζί με τη φυσική μετακίνηση των συντελεστών της performance και των θεατών, στόχος είναι να συντελεστεί και μια ερευνητική-διεπιστημονική μετακίνηση αποκαλυπτική για το έργο, καθώς καμία δραματουργική, σκηνοθετική ή και σκηνογραφική ακόμα προσέγγιση δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει καλύτερα το μέγεθος της σημασίας που ο Σοφοκλής αποδίδει στις μυκηναϊκές ταφές, από το ίδιο το μυκηναϊκό μνημείο.

_Θούλη Μισιρλόγλου, Ιστορικός της τέχνης, Διευθύντρια Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Oι ανταγωνισμοί της ιστορίας, της ιστοριογραφίας και της τέχνης μέσα από μια έκθεση για τη δεκαετία 1940 στο ΜΜΣΤ ή ο καλλιτεχνικός λόγος απέναντι στην Ιστορία.
Στον πυρήνα της παρούσας πρότασης βρίσκεται η προβληματική που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της προετοιμασίας μιας έκθεσης που οργάνωσε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το 2016, σε συνεργασία με το Goethe Institut Θεσσαλονίκης και το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η έκθεση έφερε τελικά τον τίτλο Διαιρεμένες Μνήμες 1940-1950. Ανάμεσα στην Ιστορία και το Βίωμα, και αφορούσε στην πολιτιστική παραγωγή μιας από τις πιο οδυνηρές δεκαετίες του 20ού αιώνα, τη δεκαετία 1940-1950.
Όπως είναι γνωστό, η δεκαετία του 1940 αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές περιόδους της ιστορίας σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά το διάστημα αυτό, η Ελλάδα μοιράστηκε με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης την εμπειρία του ολοκληρωτικού πολέμου, της μαζικής κινητοποίησης, της ξένης κατοχής, της αντίστασης, της εμφύλιας σύγκρουσης, της γενοκτονίας, και συνολικά μιας τεράστιας ανθρωπιστικής καταστροφής.
Ωστόσο, οι εξορίες, το Βουνό, η φυγή, οι μετακομίσεις, ο εκπατρισμός και η απομόνωση δεν εμπόδισαν τους καλλιτέχνες να αρνούνται σταθερά τον πόλεμο και τη βία και να κρατούν ανοιχτό τον διάλογο ανάμεσά τους, παρά τις διαφορές τους. Στα περιοδικά, στις εκδόσεις, στις εκθέσεις, στις διάφορες εκδηλώσεις, σ’ όλη αυτή την περίοδο συναντά κανείς τις πιο τολμηρές, ανθρώπινες και ευρηματικές στάσεις αντίστασης, όχι μόνο ως δράση πολιτική, αλλά κυρίως ως στάση ζωής και ως πρωταρχικό όρο της τέχνης.
Από αρκετές απόψεις, οι επιδράσεις των εμπειριών της συγκεκριμένης δεκαετίας εξακολουθούν να είναι ζωντανές μέχρι σήμερα και το ενδιαφέρον για τη δεκαετία παραμένει υψηλό και ανανεώνεται, ανάλογα με τα πολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα κάθε εποχής. Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικό ερώτημα του επιμελητικού προβληματισμού μας αποτέλεσε το πώς μπορεί κανείς να αποδώσει μέσα στο πλαίσιο του μουσείου σύγχρονης τέχνης το καλλιτεχνικό (και ταυτόχρονα ιστορικό) περιεχόμενο της συγκεκριμένης δεκαετίας, χωρίς να πέσει στην παγίδα της «ουδέτερης» καταγραφής, της εικονογράφησης, της μεροληψίας, της ιδεολογικής αντιπαράθεσης: έργα αναπόσπαστα δεμένα με την ιστορία, την ιδεολογία, τον πόλεμο και τους ποικίλους ανταγωνισμούς, έπρεπε να παρουσιαστούν υπό έναν ενοποιητικό άξονα. Ποιος (θα) ήταν αυτός; Η απάντηση δόθηκε μέσα από τα έργα, αλλά και τις αφηγήσεις που καλύπτουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα θέσεων και φυσιογνωμιών, το ποικίλο τελικά υλικό της μνήμης και των βιωμάτων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, του Ολοκαυτώματος των Εβραίων και του Εμφυλίου.

_Αιλιάνα Μαρτίνη, Λέκτορας Ιστορίας της Νεώτερης και Σύγχρονης Τέχνης, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Μαρία Κυριάκου, Διευθύντρια Gallery K
Μνημεία, φωτογραφία και τέχνη στις αμφισβητούμενες ζώνες: Η περίπτωση της έκθεσης Lost Heritage.
Η ανακοίνωση αναφέρεται στην έκθεση Lost Heritage (Χαμένη Παράδοση) που διοργάνωσαν το ΄Ιδρυμα Σ.Ο.ΦΙ.Α (Σύνδεσμος Οργανωμένων Ιστορικών και Φιλολογικών Αρχείων) και η Gallery K Λευκωσίας, στην αίθουσα Μελίνα Μερκούρη τον Δεκέμβριο του 2009. Κομβικό σημείο της έκθεσης αυτής ήταν οι φωτογραφίες του Δώρου Παρτασίδη από χριστιανικούς ναούς στα κατεχόμενα που υπέστησαν καταστροφές μετά το 1974. Οι ναοί αυτοί, πολλοί από τους οποίους είχαν μακρά και λαμπρή ιστορία, στέκουν ερειπωμένοι, με σπασμένα παράθυρα, πεσμένες στέγες, ρωγμές σε τοίχους και πατώματα, βεβηλωμένα ιερά και κοιμητήρια, γυμνοί από εικόνες και σκεύη, ως σιωπηλοί μάρτυρες της ανθρώπινης αφροσύνης και νοσηρότητας. Η αποτύπωσή τους έλαβε χώρα μεταξύ του 2005 και του 2008 και ανήκει πρωτίστως στην ευρεία κατηγορία του φωτογραφικού ντοκιμαντέρ (documentary photography), που έχει ως στόχο την παρουσίαση εικόνων με άγνωστη ή απαγορευμένη θεματική. Επίσης περιέχει στοιχεία και από τις κατηγορίες της πολεμικής φωτογραφίας (War photography), της φωτογραφίας μνημείων (Photography of historical sites) και αστικών ερειπίων (Ruin photography), με μεταφορά του κέντρου βάρους από τις υποβαθμισμένες συνοικίες δυτικών μεγαλουπόλεων σε κάποτε ευημερούσες περιοχές της Β. Κύπρου, όπου οι προσπάθειες γεωργικής και τουριστικής ανάπτυξης κατέρρευσαν με την τουρκική εισβολή. Ο Παρτασίδης, όπως στην περίπτωση των φωτογραφιών της εισβολής όπου βασίστηκε η πρότερη έκθεση Green Line (Πράσινη Γραμμή), συνδύασε την αμεσότητα και την ακρίβεια που απαιτεί η ιστορική τεκμηρίωση με την υποκειμενική ματιά ενός καλλιτέχνη. Εκτός των διευθυντών και επιμελητών της Gallery K, οι φωτογραφίες του εντυπωσίασαν 23 εικαστικούς από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Βρετανία που τις μελέτησαν ενδελεχώς και εξέφρασαν σχετικές σκέψεις, ψυχικές καταστάσεις και εικόνες. Οκτώ χρόνια μετά, κι ενώ οι συζητήσεις για το μέλλον της Κύπρου αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς στις πλείστες αμφισβητούμενες ζώνες παραμένουν επίκαιρες, επιχειρείται από τους βασικούς συντελεστές μια κριτική αποτίμηση του εγχειρήματος, στo πλαίσιο της διαλεκτικής τής διάσωσης και της συγκριτικής παρουσίασης υλικών ευρημάτων, φωτογραφίας και σύγχρονης τέχνης.


9:00 – 11:00

Αρχαιολογία, νεοελληνική φιλολογία και λογοτεχνία: Μετακινήσεις και μετατοπίσεις.
Διοργανωτής:  Εργαστήριο Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Διευθυντής: Τάκης Καγιαλής, Καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Χώρος: Βυζαντινό Μουσείο

Ο κομβικός ρόλος της αρχαιολογίας ως επιστήμης στην παραγωγή του έθνους είναι ήδη γνωστός· μία, ωστόσο, εν πολλοίς αχαρτογράφητη πτυχή αυτού του εξόχως πολιτικού φαινομένου είναι η σχέση που αναπτύσσει η αρχαιολογία με τη νεοελληνική φιλολογία, αλλά και τη λογοτεχνία, τόσο ως πρακτική λόγου όσο και ως πλέγμα πολιτισμικών αναπαραστάσεων. Στόχος της συνεδρίας είναι η διεπιστημονική ανίχνευση των ιστορικών παραμέτρων που συνδέουν τις δύο επιστήμες καθώς και η σχέση, η συνάφεια και η διαπλοκή αυτών με τη λογοτεχνία.
Ειδικότερα, στα κεντρικά ζητήματα που πρόκειται να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της συνεδρίας εντάσσονται η ανάδειξη της λογοτεχνικότητας της αρχαιολογικής καταγραφής και η αναδιαπραγμάτευση του αισθητού μέσω της μνήμης· οι αποτυπώσεις της λογοτεχνίας πάνω στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος μέσα από μία διαδικασία αμφίδρομης μυθοποίησης και υλοποίησης· η διερεύνηση της συγκρότησης των αρχαιολογικών και φιλολογικών δικτύων· η συγκρότηση της επιστημονικής ταυτότητας των αρχαιολογικών και φιλολογικών επιστημονικών κοινοτήτων μέσα από τη συμμετοχή τους σε θεσμούς και την κοινή χρήση επιστημονικών πρακτικών· το υλικό κατάλοιπο ως κοινό αντικείμενο μελέτης των δύο επιστημών· η ανίχνευση ενός λόγου με ειδικό βάρος για τις ανθρωπιστικές επιστήμες επί και αναφορικά με τις μετακινήσεις της υλικής αρχαιότητας μέσα στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής συνθήκης· οι θεωρητικές ζητήσεις για μία αρχαιολογία της φιλολογικής επιστήμης.
Στόχος της συνεδρίας είναι η επαναπροσέγγιση επιμέρους ζητημάτων, τα οποία μπορούν να ανακινήσουν τον διάλογο μεταξύ ποικίλων επιστημονικών πεδίων. Η μετατόπιση βεβαιοτήτων σε συνάρτηση με τη μετακίνηση παγιωμένων ερευνητικών ενδιαφερόντων αποτελεί σημείο αιχμής, αλλά και σημείο σύγκλισης για έναν αναστοχασμό πάνω στο παρόν.

_Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Επίκουρος Καθηγητής Θεωρίας της Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η ανασυγκρότηση των ανθρωπιστικών επιστημών στο μεσοπολεμικό Πανεπιστήμιο Αθηνών: Δίκτυα και άνθρωποι.
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα η συγκρότηση των βυζαντινών σπουδών στο ελληνικό Πανεπιστήμιο επανατοποθετεί το θέμα των διαφορετικών γνωστικών πεδίων στις ανθρωπιστικές επιστήμες και του τρόπου που προσδιορίζονται στο νέο πεδίο. Η συγκρότηση του νέου πεδίου ήταν εύλογο να προκαλέσει εντάσεις και συγκρούσεις, οι οποίες είτε είχαν τη αφετηρία τους εντός Πανεπιστημίου είτε μεταφέρονταν στον χώρο του. Η δημιουργία μιας σειράς νέων εδρών γύρω από τη Βυζαντινή περίοδο (αρχαιολογία, φιλολογία, ιστορία, λαογραφία) και του επιστημονικού τους περιεχομένου αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης, όπως και τα πρόσωπα που τις στελέχωσαν. Οι εκλογές των αντίστοιχων καθηγητών και οι συμμαχίες που κάθε φορά διαμορφώθηκαν υπήρξαν συνδεδεμένες με επιστημολογικές αλλά και με γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, αντίθετες πολιτικές και ιδεολογικές στρατεύσεις, όπως επίσης και με τα διαφορετικά δίκτυα. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζονται, ιδιαίτερα, οι εκλογές των πρώτων καθηγητών της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης και της Μέσης και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας, Αδαμάντιου Αδαμαντίου και Νίκου Βέη αντίστοιχα.

_Παναγιώτης Ελ Γκεντί, Νεοελληνιστής φιλόλογος, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Υλικότητες της νεοελληνικής φιλολογίας: Από τα μνημεία του λόγου στα αρχεία.
Ποιος είναι άραγε ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επιστημονική πρακτική του Ν. Γ. Πολίτη και του Γ. Ν. Χατζηδάκι; Ποιο είναι το νήμα που συνδέει τις πολιτισμικές πρακτικές του εν Κωνσταντινουπόλει Φιλολογικού Συλλόγου και της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας; Πώς τα Αγιολογικά Μνημεία ενός διακόνου από τη Λέσβο μπορούν και προσεγγίζουν τα Μνημεία ενός ιστορικού των Αθηνών; Μέσα από την παρουσίαση ενδεικτικών περιπτώσεων εκδοχών υλοποίησης του λόγου η ανακοίνωση σκοπεύει να κινηθεί προς μία διπλή κατεύθυνση: αφ’ ενός να ιχνηλατήσει τις οδούς εκείνες μέσω των οποίων η αρχαιολογία και η φιλολογία διασταυρώνονται εκτός των στενών (σημερινών) ορίων τους ως επιστημονικές πρακτικές στο β΄ ήμισυ του 19ου αιώνα· αφ’ ετέρου να σκιαγραφήσει μία γενεαλογία των νεοελληνικών σπουδών ως πεδίου έρευνας και μελέτης. Στόχος της ανακοίνωσης είναι να προτείνει μία ανάγνωση της επιστημολογίας της νεοελληνικής φιλολογίας, δίνοντας έμφαση στην υλικότητα των αντικειμένων μελέτης, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα (‘λογοτεχνικά’) αρχεία, ως κατ’ εξοχήν υλικά τεκμήρια, επέχουν θέση αρχαιολογικών μαρτυριών.

_Ουρανία Πολυκανδριώτη, Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Μνήμη της αρχαιότητας και αναπαραστάσεις του χώρου.
Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι τόποι μνήμης, δηλαδή σημεία στα οποία αποκρυσταλλώνεται η συλλογική κληρονομιά, ή συμβολικές αναπαραστάσεις της συλλογικής μνήμης. Η συλλογική μνήμη της αρχαιότητας υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, εδράζεται στην ευρωπαϊκή κλασική παιδεία και συνδέει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με την ταυτότητα του σύγχρονου δυτικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα κείμενα (ταξιδιωτικά ή και μυθοπλασιακά) που αναφέρονται στους Δελφούς και την Ολυμπία. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο τόπων είναι ότι πρόκειται για τόπους ιερούς, έχουν σημαντική ιστορία, πληθώρα μυθολογικών αναφορών και μια έντονη συμβολική διάσταση που παραπέμπει σε πανανθρώπινες αξίες, στην ενότητα και στη συμφιλίωση, όσο και στον πολιτισμό: στις τέχνες και το αθλητικό ιδεώδες. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι επίσης ότι τα αρχαία μνημεία αποκαλύφθηκαν μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προγενέστερες περιγραφές αναβιώνουν την αρχαιότητα με ένα τρόπο φαντασιακό, αποκλειστικά μέσα από την περιγραφή του τοπίου, με τη βοήθεια ιδιαίτερα του Παυσανία. Οι περιγραφές αυτές (όπως άλλωστε και του ίδιου του Παυσανία) υπερβαίνουν την ορθολογική αναπαράσταση της πραγματικότητας, απελευθερώνουν τη φαντασία, καταφεύγουν στη συνειρμική λειτουργία του λόγου και παραπέμπουν στον κόσμο των ιδεών. Η φαντασιακή αυτή εικόνα της αρχαιότητας, ενώ σαφώς τροφοδοτήθηκε, στη συνέχεια όμως αποδεσμεύθηκε από τις αρχικές της πηγές (δηλ. τα αρχαία κείμενα και τις περιηγητικές αφηγήσεις), και οδηγήθηκε προς ποικίλες αναπαραστάσεις μέσα από νέες πια προσεγγίσεις. Στην ανακοίνωση θα μελετηθεί η αναπαράσταση του τοπίου των Δελφών και της Ολυμπίας (πριν και μετά τις ανασκαφές) ως διαδικασία αναβίωσης της αρχαιότητας, με στόχο τη συμβολοποίηση, τη μυθοποίηση ή και την απομυθοποίηση των τόπων μνήμης, σε κείμενα ταξιδιωτικά και λογοτεχνικά, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων από τον 17ο αιώνα έως τον 20ό.

_Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Όταν η δημοφιλής λογοτεχνία υλικοποιείται στα μνημεία: Ο Ερωτόκριτος και η Αττική τον 19ο αιώνα.
Η μεγάλη διάχυση του Ερωτόκριτου ως έντυπου λαϊκού αναγνώσματος ή μέσω της προφορικής παράδοσης κατά τον 19ο αιώνα είναι ζήτημα γνωστό, και σχετικά μελετημένο. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι η αποτύπωσή του στον φυσικό χώρο των Αθηνών, κυρίως, όπως μαρτυρούν λόγιοι και περιηγητές ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η παρουσίαση των μαρτυριών αυτών, και η ανάλυσή τους μέσω τριών, κυρίως, ερμηνευτικών αξόνων: ποιες είναι οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες ένα καθόλα λόγιο ποίημα που διαδραματίζεται σε μια εντελώς αφηρημένη και σχεδόν α-τοπική Αθήνα καταφέρνει να εντυπωθεί σε διάσημα αρχαία τοπόσημα της Αττικής, μέσω της λαϊκής του διάχυσης; Πώς ο ιπποτικός χαρακτήρας του ποιήματος δένει με τις υλικές αρχαιότητες στο λαϊκό φαντασιακό; Ποιος ο ρόλος των λογίων, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στην προβολή και εθνικοποίηση της αποτύπωσης αυτής, και πώς λειτούργησε στην καθ’ αυτή εθνικοποίηση του ποιήματος; Τέλος, θα είχε ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της συζήτησης, να εξεταστεί εάν τα παραπάνω ερωτήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως γενικότερες κατευθυντήριες για το αδιερεύνητο ακόμα θέμα της φυσικοποίησης της παλαιότερης δημοφιλούς λογοτεχνίας στις υλικές αρχαιότητες.

_Τάκης Καγιαλής, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ο Εβουκρατιντάζα, ο Ευκρατίδης και ο Γραικός: Όψεις του αποικιακού Καβάφη.
Η επιμονή του Κ. Π. Καβάφη σε ιστορικά και αρχαιολογικά θέματα από τους ελληνιστικούς χρόνους και την ύστερη αρχαιότητα συνήθως αντιμετωπίζεται ως μια ιδιόρρυθμη επιλογή που παραπέμπει στην «παρακμή του ελληνισμού». Εντούτοις, η ιστορική οπτική του ποιητή δεν σχετίζεται αποκλειστικά – ή κυρίως – με σχήματα της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, αλλά, τουλάχιστον εξίσου, με τις σημασίες που αποδίδονται στην ελληνιστική Ανατολή στο πλαίσιο του αποικιοκρατικού λόγου. Αυτός ο λόγος αναπτύσσεται ηγεμονικά στην εποχή του Καβάφη και ασφαλώς λειτουργεί στο άμεσο βιωματικό του περιβάλλον. Η παρούσα εισήγηση φιλοδοξεί να παρουσιάσει συνοπτικά ορισμένες κεντρικές επεξεργασίες της ελληνιστικής Ανατολής από διανοουμένους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα και να ανιχνεύσει τις συνάφειές τους με θέματα της καβαφικής «αρχαιολογικής» ποίησης. Αυτό το εγχείρημα θα καταλήξει σε μια απόπειρα ερμηνείας του αδημοσίευτου καβαφικού ποιήματος «Νομίσματα» (1920), που αναφέρεται στα ινδο-ελληνικά νομίσματα της Βακτριανής.


11:00 – 12:00

Εκπαίδευση – Μουσειοπαιδαγωγική
Συντονιστής: Στάθης Γκότσης, Ιστορικός, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Συνεδρία
Χώρος: Μουσείο Αργυροτεχνίας

Ποιος ο ρόλος της μουσειοπαιδαγωγικής στην προσέγγιση κοινωνικών, φυσικών, περιβαλλοντικών ζητημάτων; Πώς αξιποιείται η πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου για αυτόν τον σκοπό; Στη συνεδρία παρουσιάζουνται δύο εξαιρετικά ενδιαφέροντα παραδείγματα εκπαιδευτικών πρότζεκτ που υλοποιήθηκαν έξω από τον χώρο των μουσείων, μεταφέροντας τις αρχές της μουσειακής εκπαίδευσης σε ευαίσθητα συμφραζόμενα.

_ Κατερίνα Τζαμουράνη, Αρχαιολόγος, μουσειολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, Αναστάσιος Ζόμπολας, Εκπαιδευτικός, αρχαιολόγος, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καλαμάτας, Ιωάννα Ραβάνη, Πληροφορικός, εκπαιδευτικός, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καλαμάτας, Μαρία Μπαλάσκα, Περιβαλλοντολόγος, εκπαιδευτικός, Γυμνάσιο Θουρίας, Αναστάσιος Ντυμένος, Πληροφορικός, εκπαιδευτικός, Γυμνάσιο Θουρίας, Ευθαλία Παντόστη, Καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, Επαγγελματικό Λύκειο Μεσσήνης, Αντώνιος Φειδάς, Πληροφορικός, εκπαιδευτικός, Επαγγελματικό Λύκειο Μεσσήνης
Ο αρχαιολογικός χώρος ως πηγή έμπνευσης για το ταξίδι ανθρώπων και ιδεών από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον.
Ο αρχαιολογικός χώρος αποτελεί ένα ευρύ πεδίο μελέτης και έρευνας που μπορεί να αποτελέσει αφόρμηση για διεπιστημονική προσέγγιση ποικίλων ζητημάτων όπως κοινωνικών, φυσικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών κ.ά. Η παρούσα εισήγηση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός εγκεκριμένου προγράμματος Erasmus+, το οποίο υλοποιείται από αρχαιολογικούς και εκπαιδευτικούς φορείς τριών χωρών (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) που προτείνουν εκπαιδευτικές μεθόδους και εργαλεία για την ολιστική προσέγγιση ενός αρχαιολογικού χώρου. Σκοπός είναι να ανακαλύψουν εκείνες τις πτυχές του παρελθόντος που είναι δυνατόν να αποτελέσουν έμπνευση για τη βελτίωση της σύγχρονης κοινωνίας για το παρόν και το μέλλον.
Ως μελέτη περίπτωσης χρησιμοποιούνται η αρχαία Μεσσήνη, το ρωμαϊκό θέατρο της Βερόνας, το μνημειακό συγκρότημα της Ταραγόνας και η ελληνική αποικία του Εμπορίου (Empurius), αρχαιολογικοί χώροι που βρίσκονται σε τρεις διαφορετικές χώρες της Μεσογείου με κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο, οφείλεται, εκτός των άλλων, και στη μετακίνηση πληθυσμών στα αρχαία χρόνια.
Για τη μελέτη των αρχαιολογικών χώρων, προτάθηκαν καινοτόμες εκπαιδευτικές μέθοδοι μη τυπικής μάθησης, όπως ο γνωσιακός δομητισμός (Knowledge Building) και η εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη (Education for Sustainable Development), καθώς και εργαλεία προηγμένων νέων τεχνολογιών που υποστηρίζουν τις παραπάνω μεθόδους και τη συνεργατική δημιουργία και προσομοίωση τρισδιάστατου εικονικού κόσμου.
Οι αναμενόμενοι στόχοι είναι η συνειδητοποίηση από τους εμπλεκόμενους (μαθητές, εκπαιδευτικούς κ.ά.)
– του «πλούτου» που κρύβει ένας αρχαιολογικός χώρος και η σύνδεσή του με το παρόν και το μέλλον του τόπου που βρίσκεται καθώς και
– του ρόλου τους ως ενεργών Ευρωπαίων πολιτών.
Η εισήγηση συνιστά απόδειξη ότι οι ιδέες και οι άνθρωποι ταξιδεύουν μέσα στο χώρο και το χρόνο σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση που προσεγγίζει την ισότητα μέσα από τη διαφορετικότητα, ύστερα και την αξιοποίηση μιας κοινής ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς.

_Γεωργία Μανωλοπούλου, Φιλόλογος, μουσειολόγος, Θανάσης Θεμελής, ζωγράφος, Αλεξάνδρα Κωτσάκη, Συντηρήτρια έργων τέχνης, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Πατρών
«Το Μουσείο δεν είναι απροσπέλαστο κελί». Σκέψεις, ιδέες και η καταγραφή της εμπειρίας από τις εκπαιδευτικές δράσεις του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών στο Κατάστημα Κράτησης Αγίου Στεφάνου Πατρών.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών εκτός των τειχών του συναντά μια ευαίσθητη κοινωνικά ομάδα. Το μουσείο μεταφέρεται στις φυλακές, σε ειδικά διαμορφωμένα κελιά έγκλειστων μαθητών που διψούν για μάθηση και αλληλεπίδραση. Εκεί που η γνώση μεταφράζεται ως διέξοδος πνευματική και ως εργαλείο μελλοντικής κοινωνικής επανένταξης και ενσωμάτωσης, δίχως προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις. Εκεί, που η τέχνη και η δημιουργία μετουσιώνεται σε ένα μικρό ταξίδι διαφυγής και εμψύχωσης.
Η διαμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η ενημέρωση καθώς και η ευαισθητοποίηση μαθητών που βιώνουν εγκλεισμό είναι εξαιρετικής σημασίας. Ο εγκλεισμός παύει να αποτελεί εμπόδιο στη μουσειακή εκπαίδευση κάτω από ειδικές προϋποθέσεις και προδιαγραφές. Στόχος της συνεδρίας είναι η παρουσίαση εκπαιδευτικών δράσεων και εργαστηρίων της διεπιστημονικής ομάδας του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών, που για πρώτη φορά υλοποιούνται σε μαθητές– κρατούμενους του καταστήματος Αγίου Στεφάνου Πατρών κατά το τρέχον έτος. Παρουσιάζονται οι στόχοι, η επιλογή και ανάγνωση της ομάδας κοινού, τα επιλεγμένα εκθέματα και τα εργαστήρια που υλοποιήθηκαν καθώς και η πολύτιμη καταγραφή της εμπειρίας και των πρώτων συμπερασμάτων των εκπαιδευτικών δράσεων.
Η μουσειακή εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως ψηφίδα συγκρότησης ενός κοινωνικού καλλιτεχνήματος με συνδετικό υλικό το αξιακό απόθεμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, την αποδοχή του διαφορετικού, την τέχνη και την αλληλεγγύη.


12:00 – 14:30

Αρχαιολόγοι και αρχαιότητες σε κίνηση: Στη διελκυστίνδα της διάσωσης, της απώλειας, της προστασίας.
Συντονίστρια: Στυλιάνα Γκαλινίκη, Αρχαιολόγος, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης,
Χώρος: Βυζαντινό Μουσείο

Ζητούμενο της αρχαιολογικής δραστηριότητας είναι, όπως κάθε φορά διατρανώνεται από τους επίσημους φορείς, η διάσωση των αρχαιοτήτων και η απομάκρυνση του κινδύνου της καταστροφής τους, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση ότι βρίσκονται σε κατάσταση επισφάλειας. Ωστόσο, η επισφάλεια χαρακτηρίζει και τους ανθρώπους που διαχειρίζονται τις αρχαιότητες, ενώ τα καταστρατηγημένα εργασιακά δικαιώματα των αρχαιολόγων –με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε προσωπικό επίπεδο – φαίνεται πως στη σημερινή εποχή, τουλάχιστον στην Ελλάδα, θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας. Στις ομιλίες που περιλαμβάνονται στη συνεδρία αυτή τίθενται διάφορες όψεις της ποικίλης κινητικότητας αρχαιοτήτων και αρχαιολόγων αλλά και των ιστορικών, νομικών και κοινωνικών παραμέτρων της κινητικότητας αυτής.

_Ελευθερία Δαλέζιου, Ιστορικός-αρχειονόμος, ΑΣΚΣΑ, Αρχεία
“The monuments’ men” και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις εμπόλεμες ζώνες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Ο William Bell Dinsmoor (1886-1973) και η επιτροπή Roberts.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρξαν συντονισμένες προσπάθειες απο τις κυβερνήσεις των Συμμαχικών Δυνάμεων σε συνεργασία με τις στρατιωτικές ηγεσίες, καθώς και το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό των πολιτιστικών φορέων και μουσείων, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Εντούτοις, πολλοί αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία και κινητά αντικείμενα υπέστησαν φθορές, καταστράφηκαν ή ‘χάθηκαν’ κατά τη διάρκεια των ένοπλων συρράξεων στην Ευρώπη.
Τον Ιούνιο του 1943, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούσβελτ ανακοινώνει τη σύσταση ειδικής επιτροπής, γνωστής και ως Roberts Commission, που στόχο είχε την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις εμπόλεμες ζώνες. Άμεσα ανακοινώνεται από την επιτροπή η σύσταση ειδικής ομάδας με την ονομασία Monuments, Fine Arts and Archives Section, γνωστής ως ‘The Monuments Men,’ υπό την αιγίδα των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Ο William Bell Dinsmoor (1886-1973), καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, γνωστός για την ενασχόληση και τις δημοσιεύσεις του στην αρχιτεκτονική των Προπυλαίων στην Ακρόπολη των Αθηνών, διετέλεσε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Επιτροπής για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών στις εμπόλεμες ζώνες.
Η ανακοίνωση θα προσπαθήσει να παρουσιάσει τη δράση του W. B. Dinsmoor μέσα απο αρχειακό υλικό, αλληλογραφία, πρακτικά, αποκόμματα τύπου απο το προσωπικό αρχείο του που φυλάσσεται στα Αρχεία της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, καθώς και το πλαίσιο εργασίας αυτής της ειδικής ομάδας που προσπάθησε να διαφυλάξει και να προστατεύσει μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

_Μαρκάκη Δέσποινα, Νομικός, αρχαιολόγος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης
Η έρευνα για την αρχαιοκαπηλία στην Ελλάδα.
Η διακίνηση και το εμπόριο αρχαιοτήτων δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Η ιστορία βρίθει από παραδείγματα αυτοκρατόρων και στρατηλατών που ανάμεσα στα πολεμικά τους λάφυρα περιλαμβάνονταν πολλά πολιτιστικά αγαθά κατεκτημένων λαών. Αρχαιοδίφες, περιηγητές και άλλοι συνέχισαν την περισυλλογή αρχαιοτήτων και τη συσσώρευση τους στη Δύση με αποτέλεσματα ορατά σήμερα στα μεγάλα μουσεία του δυτικού κόσμου: Βρετανικό, Λούβρο, Μητροπολιτικό κ.α..
Το καινούριο σήμερα είναι ο έντονα κερδοσκοπικός χαρακτήρας αυτής της λεηλασίας, εναρμονισμένος με τα νέα δεδομένα της εποχής που διανύουμε. Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών έχει χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ ως υπερεθνική, οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Στην ελληνική νομοθεσία επίσης έχει συμπεριληφθεί στα αδικήματα που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα. Παγκοσμίως κατατάσσεται τρίτη στις διεθνείς παράνομες διακινήσεις, μετά τα ναρκωτικά και τα όπλα.
Στον αντίποδα αυτών των νέων δεδομένων βρίσκονται νέες αντιλήψεις σχετικά με τα δικαιώματα ντόπιων πληθυσμών ως προς την πολιτιστική τους κληρονομιά, ενάντια σε αποικιοκρατικού χαρακτήρα πρακτικές, που ακόμα υφίστανται στις σχέσεις μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών.
Τα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις προς όφελος λίγων πλούσιων σε βάρος της ανθρωπότητας, της κοινής συλλογικής μνήμης και και της ιστορικής συνείδησης. Η καταστολή τους ωστόσο είναι προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση των λιγότερο προνομιούχων ομάδων που εμπλέκονται σε αυτό το κύκλωμα, ξεχνώντας τον βασικό νόμο της ελεύθερης αγοράς ότι η ζήτηση δημιουργεί την προσφορά και αναγάγοντας τη φτώχεια σε έγκλημα.
Ο διάλογος έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό σε διεθνές και ακαδημαϊκό επίπεδο με τη χώρα μας ωστόσο να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδρανής.
Στην Ελλάδα η έρευνα είναι ελάχιστη, οι όποιες οργανωμένες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση εξαντλούνται στο αίτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, ενώ η ακαδημαϊκή έρευνα είναι εντελώς ανύπαρκτη, παρά το γεγονός ότι ο νόμος 3028/2002 προσφέρει πολλές προϋποθέσεις για μεταβολή αυτής της κατάστασης.

_Δημήτρης Κούσουλας, Κωνσταντίνος Χ. Τζιαμπάσης, Αρχαιολόγοι
Η εξέλιξη της αρχαιολογικής νομοθεσίας στην Ελλάδα: Προβλήματα, απόψεις και λύσεις.
Μια ιδιαίτερη ενδιαφέρουσα παράμετρος της διαχείρισης πολιτισμικών αγαθών αποτελεί ο κλάδος της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο επίσημος κρατικός φορέας για την διενέργεια ανασκαφών και την προστασία των Αρχαιοτήτων, ιδρύθηκε από τον βασιλέα Όθωνα, κατά τα πρώτα βήματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1833).
Η ανάγκη καθορισμού συγκεκριμένων νομοθετικών πλαισίων για τις ελληνικές αρχαιότητες εμφανίζεται στο έργο του Κοραή και διέπεται από τις αρχές του Διαφωτισμού. Έκτοτε, η αρχαιολογική νομοθεσία έχει συμπληρωθεί, διαμορφωθεί και επεκταθεί, προκειμένου να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες που προκύπτουν. Κύριοι θεματικοί άξονες είναι τα σχετικά με την διεξαγωγή ανασκαφών, φύλαξη αρχαιοτήτων, δημοσίευση ευρημάτων κ.α.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αρχαιολογική επιστημονική έρευνα αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα σχετικά νομοθετήματα θέτουν ορθώς αυστηρά πλαίσια σχετικά με τα αρμόδια πρόσωπα διαχείρισης αρχαιολογικού υλικού. Ωστόσο, στα πλαίσια της οικονομικής και ποικίλης κρίσης που βιώνει η Ελλάδα όσο και ο κόσμος εν γένει, θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η αναπροσαρμογή του νόμου, προκειμένου να βρεθούν θέσεις απασχόλησης για νέους επιστήμονες αρχαιολόγους.
Η δική μας πρόταση αφορά την αδειοδότηση ανασκαφικών ερευνών σε επιστήμονες-ερευνητές διεθνούς κύρους ή ομάδες επιστημόνων, ανεξάρτητα από το αν εργάζονται ή όχι στην Αρχαιολογική Υπηρεσία με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, την επίσπευση των διαδικασιών μελέτης αδημοσίευτου υλικού από ενδιαφερόμενους καθώς και την απαγκίστρωση του επιστημονικού-ερευνητικού έργου από πολιτικούς-κομματικούς φορείς, μέσω της ίδρυσης μίας ανεξάρτητης Αρχής Αρχαιολογικής Δεοντολογίας και Εποπτείας Επιστημονικών Αρχαιολογικών Ερευνών.

_Χρήστος Ν. Μηλιώνης, Αρχαιολόγος, υπ. διδάκτορας Ε.Κ.Π.Α., Παναγιώτα Τσιλογιάννη, Αρχαιολόγος
Σωστική αρχαιολογία: Ανάμεσα στη διάσωση και την απώλεια.
H φράση « Η διαλεκτική της διάσωσης (και των απωλειών που τη συνοδεύουν) » που χρησιμοποίησε η Οργανωτική Επιτροπή των Αρχαιολογικών Διαλόγων 2017 στο κάλεσμά της προσφέρει τη δυνατότητα να ανοίξει ένα παράθυρο προς τον κόσμο της σωστικής αρχαιολογίας. Αν και αναγνωρισμένη ως μία εκ των κυριότερων δραστηριοτήτων της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όπως επίσημα έχει διατυπωθεί από τη Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη στο διεθνές EPAC Meeting του 2004, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, τουλάχιστον εντός συνόρων, οι συζητήσεις σχετικά με τη σημασία και τον αντίκτυπο της σωστικής αρχαιολογίας σπανίζουν: η πιο γνωστή και εκτεταμένη ανάγεται χρονικά στο 2003, στα πλαίσια της Αρχαιολογικής Συνάντησης Εργασίας με τον τίτλο Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη.
Πέρα από την παρουσίαση σωστικών ανασκαφών και των δεδομένων τους, πιθανότατα εξίσου σημαντικά είναι και τα πιο θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται με την πρακτική της σωστικής αρχαιολογικής έρευνας: και αυτό επειδή η διάσωση και η απώλεια, μέσα από το φίλτρο της σωστικής αρχαιολογίας, αγγίζουν και ανακινούν ζητήματα σχετικά με τον τόπο, τη μνήμη, τις κοινωνικές δομές, τη διαμόρφωση της επιστήμης και της επιστημονικής σκέψης εν γένει.
Ανάμεσα στις δύο αυτές όχθες, της διάσωσης και της απώλειας, ένας γόνιμος (όσο και απαραίτητος) διάλογος μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα. Και η παρούσα ανακοίνωση ευελπιστεί σε αυτό ακριβώς: στο να τεθούν επί τάπητος χρονίζοντα ζητήματα του αρχαιολογικού κλάδου, μέσα από μια επανεκκίνηση της συζήτησης περί σωστικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα.

_ Nicolas Zorzin, Αρχαιολόγος, μεταδιδάκτορας, ερευνητής, Academia Sinica, Institute of History and Philology (IHP), Τaiwan, Ιωάννης Σουκάντος, Αρχαιολόγος, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου,
«Αρχαιολόγοι εν κινήσει»: Διεθνείς και εσωτερικές μεταναστεύσεις των αρχαιολόγων κατά τη περίοδο της λιτότητας (2008-2016) – πολιτικό / οικονομικό πλαίσιο, σημερινή κατάσταση και μελλοντικές προοπτικές.
Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη κυρίαρχος στη δεκαετία του 1980, ο νέος τρόπος αντίληψης που άρχισε να καθιερώνεται και να διαμορφώνεται σε όλο τον κόσμο, έχοντας πολύ εύστοχα περιγραφεί και αποδοθεί από τον Foucault με τον όρο ‘Entrepreneur of the Self’’ (εργολάβος του εαυτού μου), δεν άφησε ανέγγιχτη την αρχαιολογική κοινότητα και ως φυσικό επακόλουθο την εξέλιξη της επιστήμης της αρχαιολογίας. Ο συγκεκριμένος τρόπος αντίληψης και σκέψης έδωσε στο άτομο το πλεονέκτημα μιας φαινομενικά αποκαλούμενης ελευθερίας επιλογών και μετακινήσεων που σχετίζεται με τις συνθήκες και το χώρο της εργασίας, προβαλλόμενη πολλές φορές με τον θετικά διακείμενο όρο της λέξης ‘ευελιξία’. Ωστόσο η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια νέα κοινωνική τάξη, αποκαλούμενη και ως ‘precariat’ (πρεκαριάτο)1. Σε αντάλλαγμα δηλαδή των υποθετικών πλεονεκτημάτων επιβλήθηκε ένα σύνολο περιορισμών που τείνουν συνεχώς με αργό και σταθερό ρυθμό να υποβαθμίζουν τις συνθήκες εργασίας και τα οφέλη που μπορεί να απολαμβάνει το κάθε άτομο ξεχωριστά (οικονομική ευμάρεια, κοινωνική αναγνωρισιμότητα/κοινωνικοποίηση, υγειονομική προστασία, ικανοποίηση από την εργασία κ.λπ.) και προοδευτικά να απαξιώνεται η σημασία του παραγόμενου έργου του. Από το 2008 όπου σημειώθηκε και η αρχή μιας συνεχόμενης περιόδου οικονομικής λιτότητας, η οποία συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο, πολλοί αρχαιολόγοι έχουν εγκαταλείψει τις πόλεις, τις περιφέρειες ή τις χώρες τους, είτε για την αναζήτηση εργασιακής σταθερότητας, είτε για την αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, είτε απλώς για την αναζήτηση ενός βασικού μισθού. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ένα ευρύτερο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον για το χώρο της αρχαιολογίας (περικοπές προϋπολογισμών σε ερευνητικά προγράμματα, μαζικές απολύσεις στο δημόσιο τομέα, πτώχευση αρχαιολογικών εταιρειών, απουσία ευκαιριών απασχόλησης, χαμηλοί μισθοί, άρνηση εργασιακών δικαιωμάτων, κακές συνθήκες εργασίας, παρενοχλήσεις/εκβιασμοί κλπ.). Αυτού του είδους οι μετακινήσεις (προσωρινές, μόνιμες, εποχιακές), καθώς και η συνεχή εργασιακή αστάθεια του επαγγέλματος, επέφεραν και επιφέρουν βραχυπρόθεσμες και μακροχρόνιες συνέπειες. Οι συνέπειες αυτές ανιχνεύονται και εντοπίζονται τόσο σε ανθρώπινο επίπεδο στους αρχαιολόγους, όσο και στην εξέλιξη της ίδιας της επιστήμης της αρχαιολογίας. Αν και αυτή η διαδικασία φαίνεται αρχικά να ενείχε θετικά αποτελέσματα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, όπως η επαγγελματική ολοκλήρωση, η αξιοποίηση της εμπειρίας, η μεταφορά δεξιοτήτων, η συμβατότητα της κινητικότητας με τον τρόπο ζωής των αρχαιολόγων κλπ., ωστόσο επέφερε εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα στις ζωές τους (σωματική και πνευματική εξασθένηση, απώλεια ικανοτήτων, απώλεια της έννοιας της εργασίας και της ζωής, αδυναμία έναρξης οικογένειας κλπ.). Μέσα από αυτή τη συνοπτική παρουσίαση θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την τρέχουσα κατάσταση χρησιμοποιώντας μελέτες περιπτώσεων μεταναστών αρχαιολόγων (εξωτερικού/εσωτερικού) από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, προβάλλοντας παράλληλα ποιοτικά στοιχεία (συνεντεύξεις) και ορισμένα ποσοτικά στοιχεία για τους αρχαιολογικούς πληθυσμούς και τις μετακινήσεις τους.

_ Κλέα Δαραβίγκα, Αρχαιολόγος, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Αγαπητό μου Ημερολόγιο… Η αρχαιολογική παράλυση μιας έντονης κινητικότητας ορισμένου χρόνου.
Καθημερινές διαδρομές ενός συμβασιούχου αρχαιολόγου που οι εργασιακές ‘επιλογές’ του τον πηγαίνουν όλο και μακρύτερα από το σπίτι του. Οι επαναλαμβανόμενες απομακρύνσεις και το άγχος της επιστροφής ως κυρίαρχα στοιχεία της αρχαιολογικής του ταυτότητας. Οι διαδοχικοί συνταξιδιώτες-συνάδελφοι κάθε σύμβασης ορισμένου χρόνου: πρόσωπα που φέρνει και παίρνει η προκήρυξη μαζί της. Μια σχέση χωρίς παρελθόν ή συνέχεια.
Η αίσθηση του αποχωρισμού, ο ήχος του ταξιδιού σε κάθε πρωινό ξυπνητήρι. Η προβολή της αίσθησης αυτής σε ολόκληρο το εργασιακό μέλλον, μια άκαμπτη προϋπόθεση για οποιοδήποτε αρχαιολογικό μέλλον. Εμπόδια που πρέπει να προσπελαστούν, δρόμοι να ανοιχτούν, μεταφορικά μέσα να βρεθούν, συνδυασμοί μετακίνησης να εφευρεθούν. Αναμονές, καθυστερήσεις, ταχύτητες, ο χρόνος.
Η συνθήκη της εργασιακής κινητικότητας με όλα της τα στολίδια, σαν ένας παραμορφωτικός φακός που μεσολαβεί ανάμεσα στον αρχαιολόγο και την επιστήμη του. Photo/video essay σε πρώτο ενικό και τόνο προσωπικό. Μια ματιά σε ένα φανταστικό ημερολόγιο μετακίνησης των συμβασιούχων αρχαιολόγων στην Ελλάδα.

_Ανδρέας Βλαχόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Αμετακίνητες αρχαιότητες και ευμετάβλητες ιδεολογίες.
Χρειάζεται συστηματική έρευνα στις υπηρεσίες και τα αρχεία του Υπουργείου Πολιτισμού για να διαπιστώσει κανείς ότι ο κατάλογος με τις αμετακίνητες αρχαιότητες που επί μία εικοσαετία οι Εφορείες Αρχαιοτήτων εισηγούνται, επικαιροποιούν και ανασυγκροτούν, και αφορούν στις εκθέσεις που η Πολιτεία οργανώνει στο εξωτερικό, δεν έχει ποτέ συσταθεί και θεσπιστεί επίσημα. Ως εκ τούτου, θεσμικά, τα ελληνικά μουσεία δεν κωλύονται να αποφασίσουν την προς έκθεση μετακίνηση αρχαιοτήτων, όπως μια χρυσή προσωπίδα των Μυκηνών (Τhe Greeks, Καναδάς–ΗΠΑ, 2016), οι αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης (Mind and Body, HΠΑ, 1988–1989) ή η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου (Alexander the Great, HΠΑ, 1982–1984). Κάθε μουσείο, ωστόσο, συμβουλεύεται και επικαλείται τη λίστα των αμετακίνητων που κατά καιρούς συντάσσει, αυτή όμως τυγχάνει μόνο εσωτερικού σεβασμού, αλλά σχεδόν ποτέ κεντρικού πολιτικού σχεδιασμού.
Η ιστορία των εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες στο εξωτερικό είναι σχετικά πρόσφατη, πίσω της όμως υπάρχει μια ενδιαφέρουσα προϊστορία, που ξεκινά από την έκθεση των Παρισίων (1867) και της Ρώμης (1911) με την αποστολή αντιγράφων, περιλαμβάνει την ευθεία τοποθέτηση του Χρ. Καρούζου (1952) και κορυφώνεται με την πλημμυρίδα αρχαιολογικών εκθέσεων από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οπότε και η πολιτεία αυτοσχεδιάζει «πολιτική του πολιτισμού» μέσω των αρχαιοτήτων και ισχυροποιεί μέσω αυτής την εικόνα της. Ή έτσι νομίζει.
Στα χρόνια αυτά, τα ηχηρά εγκαίνια των εγκαινίων και οι ογκώδεις κατάλογοι συνιστούν τον έναν πόλο. Στον άλλον βρίσκεται η έλλειψη αρχαιολογικής πολιτικής της χώρας, την οποίαν υποκαθιστούν η προβολή του επιμελητή και η ευκαιριακή σκοπιμότητα προσωπικών σχέσεων με την Εσπερία και –εσχάτως– την Ανατολή. Ως διπολικό, το έργο μιας «έκθεσης εξωτερικού» διακατέχεται από τη μανία του στόχου και την κατάθλιψη της επόμενης μέρας.


11:30 – 13:30

Αρχ(ε)ιολογίες: Νεο-ερείπια υπό αρχειοθέτηση.
Διοργανωτές: Αφροδίτη Μαραγκού, Αρχιτέκτων, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Ζαμπόπουλος, τελειόφοιτος Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
Χώρος: Φετιχιέ Τζαμί

Κάθε ίχνος οφείλει την ύπαρξή του σε μια ιστορία μετακίνησης, εκούσιας ή εξαναγκαστικής. Κάθε ερείπιο αποτελείται από ένα συνονθύλευμα μαρτυριών, ιχνών, ευρημάτων και τεκμηρίων, που φέρνουν στην επιφάνεια την κάθε ιστορία «αστοχίας» που τα πλαισιώνει.

Ένα ημιτελές κτίσμα εκθέτει τον σκελετό του, τα δομικά του στοιχεία γίνονται ορατά, αλλά την ίδια στιγμή ως κατασκευή δεν αναγνωρίζεται ως «δομημένη», αφού είναι ημιτελής, πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό ίχνος σύμφωνα με τον συλλογικό νου, που βασίζεται σε μια συγκεκριμένη εικόνα κτηρίου, του ολοκληρωμένου.
Βάσει μιας πιο διευρυμένης ερμηνείας της αρχαιολογίας, που τη θέλει να μελετά συστηματικά τα υλικά κατάλοιπα όχι μόνο του απώτερου, αλλά και του πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος, μας δίνεται η αφορμή να επικεντρωθούμε σε νωπά ίχνη – μη δομημένα υπολείμματα κάποιας ανθρώπινης δραστηριότητας, αναζητώντας τη μετακίνηση που κατέστησε δυνατή την ύπαρξή τους. Πρόκειται για τα «νεο-ερείπια», κτίρια οικοδομών στις σύγχρονες πόλεις, που στέκουν ως ένα είδος κτιριακού αποθέματος, εφήμερα μνημεία των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
Η συνεδρία έχει ως σκοπό τη αναγωγή των εργαλείων της αρχαιολογίας (ανασκαφή, ιχνηλάτηση, τεκμήρια) σε μία συλλεκτική αρχειακή πρακτική. Το αρχείο ως μεθοδολογικό αρχαιολογικό εργαλείο ερμηνείας τόπων, χρησιμοποιείται για την ανάγνωση και την αποκωδικοποίηση της έννοιας της μετακίνησης στα «νέο-ερείπια». Μπορεί η αναζήτηση των «μετακινήσεων» αυτών να αποτελέσει βασικό – αν όχι το βασικότερο – μεθοδολογικό εργαλείο αρχαιολογικής πρακτικής και παραγωγής αρχείων;

_Αφροδίτη Μαραγκού, Αρχιτέκτων, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ίχνη μετεγκατάστασης στη Θεσσαλική ύπαιθρο. Για ένα αρχείο ερειπίου.
Αυτό που στη περίπτωση του ελληνικού τοπίου εξακολουθεί να παραμένει αδιερεύνητο και υποτιμημένο είναι τα ακραία και εγκαταλελειμμένα όρια των μικρών μη μητροπολιτικών περιφερειακών περιοχών. Σ’ αυτά τα όρια των ελληνικών πόλεων υπάρχει μια ιδιαίτερη κατάσταση διασποράς, μια οριακή αστάθεια, καταστάσεις μετάβασης και αλλεπάλληλων εναποθέσεων. Οι αντανακλάσεις των σχέσεων μεταξύ φυσικού και τεχνητού τοπίου σε αυτές τις μη μητροπολιτικές περιοχές δεν μπορούν παρά να καταγραφούν μέσα από μία συστηματική “αρχαιολογική” προσέγγιση.
Το τοπίο του θεσσαλικού κάμπου επιλέγεται ως μια τέτοια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, όπου μπορεί κανείς να διαπιστώσει και να αναγνωρίσει μια σειρά παραδειγματικών μετασχηματισμών και ιδιαιτεροτήτων. Συγκεκριμένα, ο εγκαταλελειμμένος οικισμός στο χωριό Ορφανά του νομού Καρδίτσας θα αποτελέσει περίπτωση μελέτης, ικανή να αναγνωσθεί μέσα από ένα αρχείο διεπιστημονικής καταγραφής, με σκοπό την ενεργοποίησή του στη δημόσια σφαίρα. Το φαινόμενο της μετεγκατάστασης των ορεινών πληθυσμών του νομού Καρδίτσας που επλήγησαν από τα εγγειοβελτιωτικά έργα της δεκαετίας του ’60 (κατασκευή φράγματος Μέγδοβα), αποτελεί το εφαλτήριο για μία διασπορά νέων οικισμών, οι οποίοι όμως παρέμειναν ακατοίκητοι και στέκουν σήμερα ως ίχνη εγκατάλειψης στο θεσσαλικό τοπίο. Η επιτόπια παρατήρηση και έρευνα του εγκαταλελειμμένου οικισμού που θα εξετάσει το τοπίο σαν ένα ανοιχτό πεδίο συσχετισμών και αλληλεπιδράσεων, βασίζεται στα πρωταρχικά αρχαιολογικά εργαλεία, με σκοπό την αποκωδικοποίηση των αποτυπωμάτων αυτής της μετεγκατάστασης πληθυσμών στον ερειπωμένο οικισμό. Επιχειρείται, επομένως, η σύνταξη ενός «αρχείου ερειπίου», το οποίο, αποτελώντας το βασικό μεθοδολογικό αρχαιολογικό εργαλείο, θα φέρει στην επιφάνεια την ιστορία “αστοχίας” που πλαισιώνει το εν λόγω ερείπιο.

_Χρήστος-Γεώργιος Κρητικός, Aρχιτέκτων
Τα ερειπιώδη διατηρητέα ως εννοιολογικά νεο-ερείπια.
Ορίζοντας ως νεο-ερείπια τα ίχνη στο δοµηµένο περιβάλλον που µαρτυρούν αστοχίες ή αλλαγές συνθηκών που οδήγησαν σε πραγµατικές ή/και εννοιολογικές µετακινήσεις, θα κινηθούµε σκοπίµως προς µία σχετικά κυριολεκτική προσέγγιση του όρου ‘ερείπιο’, µε σκοπό να αποκαλύψουµε µία λιγότερο αναµενόµενη νοηµατική ερµηνεία του. Στην κατηγορία των ‘νεώτερων ακίνητων µνηµείων’ του ελληνικού αστικού χώρου ανήκει ένας εξαιρετικά µεγάλος αριθµός διατηρητέων κτισµάτων που βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση και συχνά εγκαταλελειµµένα.
Μία πρώτη ανάγνωση µπορεί να τα ορίσει ως «οξύµωρα του κτισµένου περιβάλλοντος», εξέχουσες περιπτώσεις κτισµάτων, στα οποία χαρίστηκε η αθανασία αλλά προδόθηκαν από έναν βέβηλο κοινωνικό περίγυρο. Μία άλλη ανάγνωση, όµως, µπορεί τα προσεγγίσει πραγµατιστικά και απενοχοποιηµένα ως ερείπια, και µάλιστα σε ένα εννοιολογικό επίπεδο· αποτελέσµατα µίας «ξαστοχισµένης» προσπάθειας πρόνοιας για πιθανούς µελλοντικούς νοσταλγούς. Η θεσµική εδραίωση φορέων αστικής µνήµης στον χώρο, ιδίως όταν δεν πηγάζει άµεσα από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο απευθύνεται, αποτελεί τελικώς ένα είδος βεβιασµένης µετακίνησης, χωρίς να υπάρχει θέση υποδοχής του µετακινηθέντος. Κοινώς, τα ερειπιώδη διατηρητέα αποτελούν «νεο-ερείπια», υλικά ίχνη σε δεύτερο χρόνο, μετά το θεσµικό πλαίσιο της διατήρησης από την κοινωνική επιθυµία για αυτή. Την περίοδο 1979- 1993, σηµειώθηκε ένας συγκριτικά αυξηµένος αριθµός χαρακτηρισµών κτισµάτων ανεγερµένων µετά το 1830. Αρχειακές ανασκαφές σε φακέλους του ΥΠΕΕ έχουν φέρει στην επιφάνεια γράµµατα από ιδιοκτήτες που αµφισβητούσαν τις τότε αιτιολογικές εκθέσεις του αρµόδιου φορέα και αιτούνταν να µην χαρακτηριστούν οι ιδιοκτησίες τους ως διατηρητέες. Οι αναγραφόµενοι λόγοι αφορούν κυρίως στις δεσµεύσεις που θα αντιµετώπιζαν ως προς την βέλτιστη εκµετάλλευση της ιδιοκτησίας τους αλλά συνήθως πλαισιώνονται από επιχειρήµατα κατά της αξιοδότησης κτισµάτων που θεωρούν ανάξια διατήρησης. Η συγκρότηση ενός αρχείου διατηρητέων νεο-ερειπίων, συνοδευόµενων από τις αιτιολογικές εκθέσεις των χαρακτηρισµών τους, τυχούσες αντιρρήσεις σε αυτούς, βιβλιογραφικές αναφορές και περιγραφή ιδιοκτησιακού ιστορικού, κρίνεται ότι θα σκιαγραφήσει την εσπευσµένη εννοιολογική µετακίνηση που οδήγησε στην επικράτηση αυτής της νέας τυπολογίας ‘ερειπιωδών διατηρητέων’.

_Βαγγέλης Παπανδρέου, Κατερίνα Τσακμάκη, Αρχιτέκτονες
Πολυαισθητηριακή αρχιτεκτονική για εργάτες εξόρυξης βωξίτη. Ο οικισμός στο Δίστομο των Σουζάνα και Δημήτρη Αντωνακάκη. Επισκέψεις Ι – VII.
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μέρος της ερευνητικής μας εργασίας που πραγματοποιήθηκε το 2015, στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Βόλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με επιβλέποντα καθηγητή τον Αναπληρωτή Καθηγητή Γιώργο Τζιρτζιλάκη. Το θέμα αφορά την Αρχιτεκτονική του Atelier 66, του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη. Παράλληλα με την βιβλιογραφική μελέτη, πραγματοποιήσαμε επισκέψεις σε έργα των Σουζάνα και Δημήτρη Αντωνακάκη, που προσπαθούν να μας φέρουν κοντά στην υλική υπόσταση του έργου τους, κάνοντάς μας αντιληπτά τα στοιχεία ανάγνωσης του χώρου. Η διαδικασία των επισκέψεών μας δημιούργησε ένα «ημερολόγιο», που σκοπό έχει την καταγραφή τους σε επίπεδο χρόνου επίσκεψης, περιοχής, τύπου κτίσματος και τέλος σε ποια από αυτά υπήρξε η δυνατότητα να επισκεφτούμε το εσωτερικό τους, λόγω εγκατάλειψης του κτίσματος, ή λόγω της θέλησης των κατοίκων να μας ανοίξουν τον χώρο τους, ή, ακόμη, λόγω της περιέργειάς μας να «κλέψουμε» εικόνες από το εσωτερικό.
Μέσα από τα έργα του «ημερολογίου» που εμείς δημιουργήσαμε, επιλέξαμε ως έρευνα πεδίου τον Οικισμό «Μπάρλου» στην περιοχή του Διστόμου, ως το όχημα μέσω του οποίου θέλουμε να μιλήσουμε για την αρχιτεκτονική της Σουζάνας και του Δημήτρη Αντωνακάκη.
Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε μέσω της πρακτικής των επισκέψεων, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την αρχιτεκτονική προσέγγιση μέσα από τα ίχνη και τα ευρήματα που «συλλέγουμε». Τα ευρήματα αυτά προσδιορίζονται ως ένα σύνολο στοιχείων που συγκεντρώνουν προϋπάρχουσες γνώσεις, ανοιχτές προς ερμηνεία, αφού ο πλούτος των ενδείξεών τους γίνεται άπειρος και αόριστος, όπως στην αρχαιολογική πρακτική. Μία αντίστροφη διαδικασία. Από το ίχνος στο σχέδιο, καθώς οι μετασχηματισμοί που έχουν πραγματοποιηθεί στον οικισμό αποτελούν για εμάς το μέσον για την κατανόησή του. Η απουσία του κατοίκου-εργάτη από τον χώρο και η επινόηση του φαντάσματος-κατοίκου-εργάτη ορίζουν τον οδηγό εξερεύνησης του τόπου. Έτσι, οι επισκέψεις μας, σε πραγματικό χρόνο, καθορίζουν τον τρόπο ανάγνωσης, κατανόησης και τελικώς τη διάρθρωση της ανάλυσής μας. Άλλωστε η ετυμολογία του όρου επίσκεψη, επί-σκέψη, δηλαδή σκοπέομαι-σκοποῦμαι, σημαίνει κοιτάζω προς, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, αγρυπνώ, ερευνώ επί κάποιου θέματος σε έναν ορισμένο τόπο.

_Σάρρα Μάτσα, Aρχιτέκτων
Μνημονικά αρχεία της πόλης των Ιωαννίνων: Το παράδειγμα του εβραϊκού νεκροταφείου.
Η ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων συνδέεται ιδιαίτερα με το ζήτημα των μετακινήσεων και των εγκαταστάσεων διαφόρων πληθυσμών. Η πιθανότερη εκδοχή της άφιξης των Εβραίων στην πόλη χρονολογείται το 600 μ.Χ. και η εγκατάστασή τους εκεί επιλέχθηκε με βάση τις τότε ευνοϊκές και ασφαλείς συνθήκες ζωής. Ύστερα από πολλούς αιώνες συνύπαρξης με τις υπόλοιπες κοινότητες των Ιωαννίνων, η μακροβιότερη εβραϊκή κοινότητα της χώρας αναγκάστηκε να εκτοπιστεί, στη συντριπτική της πλειοψηφία, χωρίς επιστροφή. Το τραγικό συμβάν του εκτοπισμού των Εβραίων Ιωαννιτών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελεί μέρος της σημαντικότερης γενοκτονίας τής σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας. Η ιστορία της μετακίνησης αυτής έχει εγγραφεί, μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες και το αρχειακό υλικό, στη συλλογική μνήμη. Παράλληλα, μέσα στην πόλη αποκαλύπτονται ίχνη αυτής της καταγραφής που μαρτυρούν την εξέλιξη της εγκατάλειψής της.
Πώς μπορεί όμως μια ιστορία εγκατάλειψης να ενισχύσει τη σημασία ενός αστικού χώρου; Με ποιον τρόπο μπορούν οι ιδεολογικές αναφορές ενός τόπου να χρησιμεύσουν ως εργαλείο στην αναζήτηση του αρχιτεκτονικού αποτυπώματος; Ένα από τα πιο σημαντικά ίχνη της μακρόχρονης ύπαρξης αυτής της κοινότητας αποτελεί το ερείπιο του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου Ιωαννίνων, ένα από τα πολλά που βρίσκονταν διάσπαρτα στον αστικό ιστό σε προγενέστερο χρόνο. Μέσα από την χωρική και πολεοδομική ανάλυση του νεκροταφείου δημιουργείται μια αμφίδρομη σχέση δύο διαφορετικών αρχείων που αλληλοτροφοδοτούνται –το αρχείο της ιστορικής εξέλιξης του χώρου μέσα από την εγκατάλειψη και το αρχείο του συλλέκτη αρχιτέκτονα που ανακαλύπτει σύγχρονα ίχνη-ερείπια μέσα στην πόλη.

_Δημήτρης Ζαμπόπουλος, τελειόφοιτος αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
Αθήνα-Γιάννενα. Στα ίχνη της αυτοκίνησης.
Ο αριθμός των εν λειτουργία πρατηρίων καυσίμων, κατασκευών που πρωτοστατούν σε κάθε είδους μετακίνηση πληθυσμού, μειώνεται με σταθερό ρυθμό παγκοσμίως. Λόγοι όπως η μεγαλύτερη χωρητικότητα του ντεπόζιτου για καύσιμα, η αυξανόμενη κυκλοφορία ιδιωτικών οχημάτων εναλλακτικών τύπων ενέργειας, η εμφάνιση νέων τρόπων και ευέλικτων μορφών αστικής μετακίνησης (εφαρμογές συνεπιβίβασης, δίκτυα κοινόχρηστων οχημάτων), σε συνδυασμό με ένα συνολικότερο όραμα για πόλεις χωρίς αμάξια, καθιστούν τα βενζινάδικα ολοένα και λιγότερο απαραίτητα.
Βάσει των παραπάνω, τόσο στον ελλαδικό, όσο και στον διεθνή χώρο, δημιουργείται ένα είδος κτηριακού αποθέματος, στα ίχνη της αυτοκίνησης. Το δίκτυο που δημιουργείται από το απόθεμα αυτό, μπαίνει σε διαδικασία αποτίμησης, περνώντας τελικά (α) στη σφαίρα της αρχιτεκτονικής (κατεδάφιση ή επανάχρηση) ή (β) στη σφαίρα της ιστορίας-αρχαιολογίας (με την έννοια της αποδοχής, επιλογής, αρχειοθέτησης και τελικά ανάδειξης ενός παρελθόντος).
Φαίνεται λοιπόν ότι ο ρόλος των σύγχρονων αρχαιολογικών πρακτικών διευρύνεται. Η ύπαρξη όλων των νεο-ερειπίων, κτισμάτων μοντέρνων και μεταμοντέρνων εποχών, προφανείς αλληγορίες της κοινής αντίληψης περί πτώχευσης και κρίσης, αρχικά εγείρει ερωτήματα ως προς τον ρόλο των σημερινών αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, οι οποίοι πλέον καλούνται να διαχειριστούν έναν ολοένα αυξανόμενο ρυθμό «παραγωγής αρχαιοτήτων», που φυσικά έχει να κάνει με τον γενικότερο ρυθμό, τα μέσα και τους τρόπους παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.
Η «ερειπιολογία» αυτή των κτισμάτων μάς κάνει να προσέξουμε τις βάσεις, τη θεμελίωση, την απαρχή τους. Κοιτάζοντας εκεί, θα διαπιστώσουμε πως οι κατασκευές δεν θεμελιώνονται ή τουλάχιστον, πως ο χρόνος θεμελίωσής τους είναι τόσο περιορισμένος, που τις καθιστά αθεμελίωτες. Οι κατασκευές στο τέλος χρεοκοπούν. Τα πρατήρια ανεφοδιασμού, κτίσματα που υπόσχονται μετακινήσεις (τουρισμός, εμπόριο, logistics κ.λπ.), θεμελιωμένα σε έναν δικό τους κόσμο, ανήκουν, ή θα ανήκουν σύντομα, μαζί με άλλους τύπους κτηρίων, σε αυτό το αχανές σκληρό υπόλειμμα χωρίς όνομα, που θα λατρευτεί από τους οικονομολόγους, τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες του μέλλοντος.
Στο πλαίσιο της διοργάνωσης των «Αρχαιολογικών Διαλόγων», σκοπεύω να παρουσιάσω μια καταγραφή των πρατηρίων υγρών καυσίμων (ενεργών ή μη) στη διαδρομή από την Αθήνα έως τα Γιάννενα.

13:00 – 14:30
Άνθρωποι και αρχαιότητες της Ηπείρου σε «διάλογο»: Από τον 18ο αι. έως σήμερα.

Συντονιστής: Κωνσταντίνος Σουέρεφ, Αρχαιολόγος, Προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Χώρος: Μουσείο Αργυροτεχνίας

Στην συνεδρία με τίτλο Άνθρωποι και αρχαιότητες της Ηπείρου σε «διάλογο»: από τον 18ο αι. έως σήμερα περιλαμβάνονται ανακοινώσεις που θα προσεγγίζουν την αλληλεπιδραστική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των αρχαιοτήτων της Ηπείρου και της κοινωνίας, από τον 18ο αι. έως σήμερα και η οποία έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την «διαδρομή» και την πολιτισμική βιογραφία τους.
Η διασπορά που εμφανίζουν σήμερα οι αρχαιότητες της Δωδώνης σε μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει τις ρίζες της στον 19ο αι. και υπήρξε αποτέλεσμα της δράσης και των επιλογών σημαντικών προσώπων της εποχής, όπως ο ίδιος ο ανασκαφέας του χώρου αλλά και αποτέλεσμα αρχαιοκαπηλίας και αγοροπωλησιών. Πρόκειται για πρακτικές που εμπλέκουν με καθοριστικό τρόπο τις κοινωνίες και τις αρχαιότητες.
Εξίσου καθοριστική για την «βιογραφία» των αρχαιοτήτων υπήρξε η ανθρώπινη παρέμβαση στην περίπτωση της διασποράς των αρχαιοτήτων της Νικόπολης, στον άμεσο και ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της Νικόπολης αλλα και μακρύτερα από αυτόν. Ο ερειπιώνας της Νικόπολης αποτέλεσε πηγή οικοδομικού υλικού, για τους μετέπειτα κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Σημαντική υπήρξε επίσης η δράση των περιηγητών της Νικόπολης, που μετακινούνται με κίνητρο το ενδιαφέρον τους για την τοπογραφία και τις αρχαιότητες της Ηπείρου, έρχονται σε επαφή με αυτές και ως μια αμφίδρομη σχέση, επιδρούν στις μετακινήσεις και τη διασπορά τους.
Η αλληλεπιδραστική σχέση ανθρώπων και αρχαιοτήτων ανιχνεύεται όχι μόνο σε πράξεις, αποφάσεις και επιλογές των κοινωνιών και των ανθρώπων των προηγούμενων αιώνων, αλλά και στις σύγχρονες κοινωνίες με τρόπο συνεχή και αδιάλειπτο. Μια έρευνα κοινού στη σύγχρονη πόλη των Ιωαννίνων αποτυπώνει τον τρόπο που προσλαμβάνονται τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα αρχαιολογικά μουσεία της περιοχής από την κοινωνία της σύγχρονης εποχής. Πρόκειται για μια σχέση αμφίδρομη και ζωντανή που παράγεται και αναπαράγεται μέσα από διαδικασίες μνημονικές, καθημερινές και βιωματικές.
_Δημήτρης Ν. Σακκάς, αρχαιολόγος
Disjecta membra. Διασπορές αρχαιοτήτων από την Ακτία Νικόπολη.

Η Νικόπολη της Ηπείρου ιδρύεται μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., ακμάζει κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους και πλήττεται από την κρίση που γνωρίζει το ρωμαϊκό κράτος τον 3ο αι. μ.Χ. Από τα τέλη του αιώνα αυτού, η πόλη γίνεται πρωτεύουσα της επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου και γνωρίζει εκ νέου ακμή στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, ενώ η πόλη δεν ανακάμπτει των επιδρομών του 9ου και του 10ου αι. μ.Χ. και εγκαταλείπεται οριστικά, πιθανώς στην ύστερη μεσοβυζαντινή περίοδο. Από το σημείο αυτό και έως την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο ελληνικό βασίλειο, η πάλαι ποτέ κραταιά πόλη μετατρέπεται σε έναν απέραντο ερειπιώνα. Μεταξύ άλλων, η Νικόπολη καθίσταται αμέσως μετά την εγκατάλειψή της πηγή οικοδομικού υλικού, ενώ από τον 15ο αι. και εξής αναδεικνύεται σε σημαντικό πόλο έλξης περιηγητών. Οι παράμετροι αυτές συμβάλουν στη διασπορά αρχαιοτήτων στον άμεσο και ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της Νικόπολης καθώς και μακράν περάν αυτών. Σε αυτή την ανακοίνωση εξετάζονται περισσότερο και λιγότερο γνωστές περιπτώσεις αποσπασμένων αρχαιοτήτων από την Νικόπολη. Ξεκινώντας με τις πολιτιστικές βιογραφίες των αντικειμένων και έπειτα από την αναγωγή στο κατά περίπτωση ιστορικό πλαίσιο, επιχειρείται μία πρώτη κατηγοριοποιήση, προκειμένου να αναζητηθούν διαφορετικές τάσεις και κίνητρα που κατά τα φαινόμενα λανθάνουν πίσω από μία κοινή για τα σημερινά δεδομένα πρακτική.
_Δρ Κ.Ι. Σουέρεφ, Αρχαιολόγος, Προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, Δρ Ε. Βασιλείου, Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Η διασπορά των αρχαιοτήτων της Δωδώνης

Η αναζήτηση της θέσης του φημισμένου Ιερού και Μαντείου της Δωδώνης προσήλκυσε μεγάλο αριθμό ξένων περιηγητών στην περιοχή της κεντρικής Ηπείρου ιδιαίτερα στα χρόνια της ακμής του Τεπελενλή Αλή Πασά (1795-1815) . Μετά την ταύτιση της θέσης το 1830 από τον άγγλο αρχιτέκτονα T.L. Donaldson, διενεργήθηκε στη Δωδώνη το 1875 η πρώτη συστηματική ανασκαφή από τον Κωνσταντίνο Καραπάνο. Την περίοδο εκείνη στην Ήπειρο, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, το φαινόμενο της αρχαιοκαπηλίας βρισκόταν σε έξαρση.  Η διασπορά των αρχαιοτήτων της Δωδώνης είναι αρκετά εκτεταμένη. Οι πρώτες αγοραπωλησίες αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκαν ήδη λίγα χρόνια μετά την ανασκαφή του χώρου. Ο ίδιος ο Καραπάνος το 1902 δώρισε με διαθήκη το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων, που είχε στην κατοχή του, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.    Αντικείμενα από τη Δωδώνη φυλάσσονται σήμερα, εκτός από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, στο Μ. Μπενάκη, στο Λούβρο, στα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βρετανικό Μουσείο, στη Βιέννη κ.ά.
_Κίγκα Σοφία, Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων

Το κοινό της πόλης των Ιωαννίνων «συναντά» την αρχαιολογική του κληρονομιά: Μία έρευνα κοινού

Οι σύγχρονες τάσεις στην αρχαιολογία έχουν στρέψει τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον τους στο ευρύ και μη ειδικό κοινό και στους τρόπους με τους οποίους αυτό προσλαμβάνει τις αρχαιότητες και την υλικότητά τους και συνδέεται μαζί τους, άλλοτε ευρισκόμενο «μπροστά» σε κάποια μουσειακή προθήκη και άλλοτε «δίπλα» σε κάποιο κατάλοιπο του υλικού πολιτισμού του παρελθόντος ή μια σύγχρονη εικονοποιημένη αναπαραγωγή του. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η παρούσα ανακοίνωση, στην οποία θα παρουσιάσουμε μέρος των αποτελεσμάτων μιας έρευνας κοινού που πραγματοποιήθηκε στην πόλη των Ιωαννίνων και χαρτογραφεί τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με την αρχαιολογική της κληρονομιά (χώροι, μνημεία και μουσεία).
Ειδικότερα, θα σταθούμε στα συμπεράσματα της έρευνας που αφορούν στην σημασία που αποδίδει το κοινό της πόλης στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μνημεία της περιοχής ως τμημάτων της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Πως προσδιορίζει το κοινό της πόλης την πολιτιστική του κληρονομιά και ποιος ο ρόλος των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στην νοηματοδότηση της έννοιας αυτής; Επιπλέον, η έρευνα προσεγγίζει τους παράγοντες και τις διαδικασίες που επιδρούν στη διαμόρφωση της σχέσης του κοινού με την αρχαιολογική κληρονομιά. Οι επισκέψεις στα τοπικά μουσεία, ο ρόλος της τυπικής εκπαίδευσης αλλά και διαδικασίες καθημερινές, βιωματικές και μνημονικές, αποτελούν μέρος αυτών των παραγόντων που θα εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης.


16:30 – 18:30

Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά: Η συμβολή της στην ένταξη προσφυγικών πληθυσμών και στην πρόληψη περιβαλλοντικών καταστροφών.
Διοργανώτρια: Βίλλυ Φωτοπούλου, Διευθύντρια Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ΥΠΠΟΑ
Χώρος: Μουσείο Αργυροτεχνίας

Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά είναι η ζώσα παράδοση. Οι φορείς των στοιχείων της άυλης είναι οι άνθρωποι. Η άυλη κληρονομιά δεν υφίσταται χωρίς τους φορείς της. Σε περιπτώσεις πολέμου, οι άνθρωποι είναι ο στόχος. Σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών κλπ, οι άνθρωποι είναι το τυχαίο θύμα. Οι μετακινήσεις των πληθυσμών, όπως τις προκαλούν οι πόλεμοι, η κλιματική αλλαγή, αλλά και οι σχεδιασμένες μεγάλης κλίμακας ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον, στις ημέρες μας εντείνονται. Η μη οικειοθελής –ή η βίαιη– απομάκρυνση ανθρώπων από τους αρχικούς τους τόπους διαταράσσει τη συλλογική μνήμη, καθώς ο χώρος είναι ένα από τα κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία εγγράφεται η μνήμη των ανθρώπων. Επί πλέον, η άυλη πολιτιστική κληρονομιά αναγνωρίζεται ως τέτοια όταν συγκροτεί κοινότητες, όταν οι άνθρωποι δηλώνουν ότι είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους, ότι τους παρέχει την αίσθηση πως ανήκουν σε μια διακριτή ομάδα. Στις πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη, αλλά και στην Μέση Ανατολή, η ταυτότητα – η πολιτιστική, η εθνική, η θρησκευτική– είναι το διαφιλονικούμενο. Βλέπουμε καταστροφές μνημείων ακριβώς για να εξαλειφθούν τα ίχνη μιας ετερότητας, μιας ταυτότητας που δεν γίνεται ανεκτή από κάποιους. Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά, μαζί με την υλική, στην οποία αποτυπώνεται, βρίσκεται στο στόχαστρο.

Ωστόσο, όλα έχουν δύο όψεις.

Η άυλη κληρονομιά έχει μια τεράστια δυναμική, η οποία καθιστά πλευρές και όψεις της αναπόσπαστο κομμάτι οποιουδήποτε σχεδίου πρόληψης κινδύνων για την υλική κληρονομιά. Η ίδια δυναμική καθιστά την άυλη πολιτιστική κληρονομιά μοναδική στην αντιμετώπιση των τραυμάτων που προκύπτουν από τις συγκρούσεις. Η επιτέλεση των στοιχείων της Άυλης Κληρονομιάς από πρόσφυγες και ξεριζωμένους έχει βοηθήσει στο παρελθόν την ένταξή τους στους νέους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν.

_Βίλλυ Φωτοπούλου, Διευθύντρια Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ΥΠΠΟΑ
Η ήπια δύναμη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και η συμβολή της στην πρόληψη συγκρούσεων, περιβαλλοντικών καταστροφών και στην ένταξη προσφυγικών πληθυσμών.

Αναγνωρίζοντας τη δυναμική της Άυλης Κληρονομιάς στην αντιμετώπιση των τραυματικών κατάστασεων μετά τις ένοπλες συρράξεις και τους εκπατρισμούς (είτε λόγω πολέμων, είτε λόγω κλιματικής αλλαγής), μπορούμε να συμβάλουμε στην ενίσχυση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της ειρηνικής ανασυγκρότησης των κοινοτήτων που έχουν υποφέρει από βίαιες συγκρούσεις, διωγμούς και ξεριζωμούς. Ταυτόχρονα, η γνώση αειφορικών πρακτικών διαχείρισης του περιβάλλοντος που κρύβουν οι προφορικές παραδόσεις είναι ένας πολύτιμος οδηγός για την αποτροπή φυσικών καταστροφών.

_Μυροφόρα Ευσταθιάδου, Λαογράφος, υπ. διδάκτορας Ε.Κ.Π.Α.
Η επούλωση του συλλογικού τραύματος των Ελλήνων του Πόντου μέσω της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Το παράδειγμα των Μωμόγερων.

Ορόσημο στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων του Πόντου αποτελεί το «1922», ημερομηνία ξεριζωμού τους από τον ιστορικό Πόντο. Με την έλευσή τους στην Ελλάδα, αναζητούν συναισθηματικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τον Πόντο, προκειμένου να ανασυγκροτήσουν τη συλλογική τους ταυτότητα στον νέο τόπο, καθώς συλλογικό είναι και το τραύμα (το οποίο περιλαμβάνει επιμέρους ατομικές τραυματικές εμπειρίες) σε ένα κοινό πλαίσιο γεγονότων του παρελθόντος.

Το τραύμα στη συλλογική μνήμη δεν αφορά μόνο όσους το βίωσαν, αλλά μεταφέρεται και στους απογόνους τους. Τα γεγονότα που σημαδεύουν την κοινωνία των Ελλήνων του Πόντου γίνονται αφηγήσεις των μεγαλυτέρων, στίχοι σε τραγούδια, και παραδόσεις. Οι νεότερες γενιές βιώνουν το τραύμα ως κληρονομιά, χωρίς τον αρχικό πόνο που αυτό είχε προκαλέσει.

Στην αναδημιουργία της κοινότητας βοηθούν οι πολιτιστικοί σύλλογοι, που λειτουργούν ως «μικρές πατρίδες» στο άγνωστο νέο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και τα έθιμα που είναι βαθιά ριζωμένα στο λαό και συνεχίζουν να επιβιώνουν στον νέο τόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που μεταφέρθηκε από τον Πόντο στην Ελλάδα είναι το έθιμο «Μωμοέρια». Τελείται κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα έως Φώτα) και μεταφέρθηκε από την ορεινή Τραπεζούντα σε οκτώ χωριά της Κοζάνης. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών πιστεύουν ακράδαντα στην ευετηρία που προκαλεί η τέλεση του εθίμου, θεωρώντας το ταυτόχρονα βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, αλλά και ως το κύριο μέσο σύνδεσης της κοινότητας, τόσο με την ιστορική τους πατρίδα, όσο και με τους προγόνους τους. Η συγκεκριμένη παραλλαγή, το Νοέμβριο του 2016 εγγράφηκε εκ μέρους της Ελλάδας στον Παγκόσμιο Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco.

_Καλλιόπη Στάρα, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Τα ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας ως αποθέματα για έκτακτες περιστάσεις και περιόδους κρίσεων.

Η μακρόχρονη συμβίωση των ανθρώπων με τον τόπο τους στη Μεσόγειο, δένει ιστορικά τη φύση με τον πολιτισμό σε ένα αδιάρρηκτο σύνολο με εμφανή σημάδια στο τοπίο. Αν και σήμερα η εγκατάλειψη τείνει να ομογενοποιήσει το χειροποίητο μωσαϊκό του παρελθόντος, οι δομές και οι λειτουργίες του συνεχίζουν να υφίστανται. Τα μοναχικά δέντρα των ξωκλησιών και τα αιωνόβια δάση των ορεινών χωριών που με συγκεκριμένες ιεροπραξίες προστατεύτηκαν από την υλοτομία, οπτικοποιούν κοινωνικές συμβάσεις, κοινοτικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, κι όταν απουσιάζουν, ανομίες κι ασέλγειες. Το αδιατάραχτο σχήμα των αιωνόβιων δέντρων κι οι αφηγήσεις των τιμωριών των ασεβών, επιβεβαιώνει ότι οι υπερφυσικοί φόβοι που τα προστατεύουν έχουν σταθεί ικανοί να αποτρέψουν επίδοξους παραβάτες. Όσον αφορά στα «απαντημένα» δάση, οι λόγοι ίδρυσής τους δεν ήταν μόνο λατρευτικοί, εφόσον αυτά επιτελούσαν σημαντικές λειτουργίες για κάθε κοινότητα: προστασία των οικισμών από κατολισθητικά φαινόμενα, πτώσεις βράχων και πλημμύρες, αντιμετώπιση των επιπτώσεων ακραίων καιρικών φαινομένων, καταφύγιο για τους κατοίκους σε έκτακτες καταστάσεις, διαφύλαξη σημαντικών φυσικών πόρων και διασφάλιση της χρήσης τους από όλα τα μέλη, πάγιες και διαρκείς ανάγκες (πχ. τα καυσόξυλα του σχολείου, του ξενομερίτη παπά, του δασκάλου), μεγάλα έργα αναγκαία για το καλό του τόπου, όπως ανέγερση εκκλησιών και σχολείων σε καιρό ειρήνης και ξύλινων γεφυριών σε καιρό πολέμου, αρωγή των πιο αδύναμων μελών της κοινότητας. Όλα τα παραπάνω αποτελούν παραδείγματα που καταγράφηκαν κατά τη 15ετή έρευνά μας στα χωριά του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. Συνθέτουν έναν κατάλογο που ταυτοποιεί τα δάση αυτά ως πετυχημένα παραδείγματα διαχείρισης στη μικρή κλίμακα, τα οποία κατάφεραν να αποτρέψουν κρίσεις μέσω της σύμπραξης Εκκλησίας και Κοινότητας. Το 2015, τα ιερά δάση των χωριών του Ζαγορίου και της Κόνιτσας εντάχθηκαν στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σήμερα έρχονται να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις ως προς τον ρόλο τους σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, που αναδεικνύει νέες αξίες κι υπαγορεύει σε κάποιες περιπτώσεις την αντιμετώπισή τους περισσότερο ως φυσικών μνημείων και λιγότερων ως λειτουργικών στοιχείων της κοινοτικής ζωής.

_Γιάννης Ν. Δρίνης, Λαογράφος, Προϊστάμενος Τμήματος Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων, ΥΠΠΟΑ, Έλενα Μπαζίνη, Αρχαιολόγος, Τμήμα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων, ΥΠΠΟΑ
Η ανάδειξη των ποικίλων όψεων της ετερότητας και της ταυτότητας στο πλαίσιο της σχολικής τάξης. Μια πρόταση εκπαιδευτικής δράσης της Διεύθυνσης Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας.

Η εφαρμογή πολιτικής για την προώθηση διαπολιτισμικών θεμάτων στο πεδίο του πολιτισμού αποτελεί μία από τις κύριες αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ. Οι δράσεις αυτές ποικίλουν. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται ωστόσο στους μαθητές μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που ξεκίνησε να υλοποιεί η Διεύθυνση σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας το σχολικό έτος 2016-7.

Το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα εργαλείο τεκμηρίωσης που καταγράφει και ερευνά κοινωνίες και πολιτισμούς, τόσο οικείες όσο και λιγότερο γνωστές ή και εντελώς άγνωστες και ξένες. Με τη δυναμική αυτή λοιπόν δεν μπορεί παρά να συμβάλει στην γνωριμία των μαθητών με διαφορετικές πολιτισμικές εμπειρίες. Στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε σχολεία της Αθήνας, μαθητές, Έλληνες αλλά και μετανάστες, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν εθνογραφικά ντοκιμαντέρ για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά και να ανταλλάξουν αναμνήσεις, εμπειρίες και συναισθήματα με ένα κοινό σημείο αναφοράς: τα άυλα πολιτιστικά αγαθά των τόπων καταγωγής τους, εντός και εκτός Ελλάδας.

Η γνωριμία των παιδιών με το «μη-οικείο» δεν αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού μόνο για τα παιδιά που προέρχονται από άλλες χώρες και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Αφορά και στα παιδιά των αστικών κέντρων, τα οποία, στη συντριπτική τους πλειονότητα, προέρχονται από οικογένειες εσωτερικών μεταναστών, που πολλές φορές βίωσαν και βιώνουν την πολιτισμική απόσταση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.

Με δεδομένο τον διαπολιτισμικό χαρακτήρα των σχολείων σήμερα και τις ραγδαίες αλλαγές που συμβαίνουν στη ελληνική κοινωνία, η συνέχιση και διάχυση των δράσεων αυτών, τόσο στην Αθήνα όσο και στην περιφέρεια, σε συνεργασία πάντα με τους εκπαιδευτικούς, αποτελεί προτεραιότητα για την Διεύθυνση Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η αξιοποίηση καινοτόμων εργαλείων για την ανάδειξη διαφορετικών εκφράσεων της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε τόπου μπορεί να συμβάλει στη συνειδητοποίηση από τους νέους της ανάγκης διαφύλαξής της ως σημαντικού στοιχείου συλλογικής μνήμης και ταυτότητας, καθώς και στην ανάδειξη των ποικίλων όψεων της ετερότητας και της ταυτότητας στο πλαίσιο της σχολικής τάξης.

_Ρέα Κακάμπουρα, Επίκουρη Καθηγήτρια Λαογραφίας, Ε.Κ.Π.Α.
Πολιτισμικές κληρονομιές και διαπολιτισμική εκπαίδευση.

Στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, της συνεχούς μετακίνησης πληθυσμών, της σχετικοποίησης της εθνικής κουλτούρας και των συνόρων, η αμοιβαία αναγνώριση και η συνύπαρξη ανθρώπων –φορέων διαφορετικών πολιτισμικών κληρονομιών– εγείρει επιτακτικά ανθρωπιστικά, επιστημονικά και πολιτικά ερωτήματα για τρόπους και πρακτικές παρέμβασης σε μια σειρά ζητήματα. Η απόκτηση της διαπολιτισμικής ικανότητας (πολιτισμική/πολιτειακή επίγνωση, επικοινωνιακή ετοιμότητα, συνεργατικότητα, επίλυση συγκρούσεων, διαμεσολάβηση, σεβασμός στον διαφορετικό άλλο) κρίνεται – σε επίπεδο αρχών τουλάχιστον – από τους θεσμούς δυτικών κυρίως κοινωνιών, ως βασική οριζόντια ικανότητα για τους πολίτες στον 21ο αιώνα, στο πλαίσιο της διεθνούς κινητικότητας. Η ικανότητα αυτή μπορεί να εμπεδώνεται ως οριζόντια διάσταση μάθησης που διαπερνά όλο το φάσμα της δια βίου μάθησης (τυπικής, μη τυπικής και άτυπης) με σκοπό τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε κοινωνία συμπερίληψης της διαφορετικότητας και αξιοποίησης του συγκριτικού της πλεονεκτήματος για μια πλουραλιστική ιδιότητα του πολίτη.
Οι διασπορικές πολιτισμικές κληρονομιές, στην αξεδιάλυτη σύζευξη της υλικής κα άυλης διάστασής τους, συντάσσονται και επανοηματοδοτούνται σε νέες συλλογικότητες που εκφράζονται και μέσω της διατήρησης των παραδόσεών τους. Οι θεσμοί της πολιτείας – σε εθνικό και διεθνές πλαίσιο – που ασχολούνται με τον πολιτισμό και την εκπαίδευση, τα σχολεία, οι διασπορικές κοινότητες και οι σύλλογοι θα πρέπει να συνεργαστούν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών, που στόχο θα έχουν την αφύπνιση των νεότερων κυρίως γενεών σε ζητήματα πρόσληψης και διαχείρισης των ποικίλων πολιτισμικών κληρονομιών, με όρους ιστορικής και ανθρωπολογικής κατανόησης και καλλιέργειας του σεβασμού και του ενδιαφέροντος για τη διαφορετικότητα, αναδεικνύοντας και τονίζοντας ταυτόχρονα συνάφειες και γέφυρες ανάμεσα σε πολιτισμούς και ανθρώπους. Επιπλέον, να επικαιροποιήσουν και να φωτίσουν μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα παρελθοντικές αειφορικές πρακτικές διαχείρισης του περιβάλλοντος που στηρίζονταν στη μακροχρόνια εμπειρική παρατήρηση και σε μια ισόρροπη, οικολογική προσέγγιση της φύσης.


16:30 – 18:30

Μνήμες και υλικότητα (Ι): Τόποι, τοπία, μουσεία, συλλογές.
Συντονίστρια: Ελευθερία Ακριβοπούλου, Αρχαιολόγος, μουσειολόγος, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,
Χώρος: Φετιχιέ Τζαμί

Οι σύγχρονες θεωρίες μελέτης και ερμηνείας του υλικού πολιτισμού έχουν υπογραμμίσει τον καθοριστικό ρόλο των αντικειμένων στη διαδικασία συγκρότησης της ατομικής και συλλογικής μνήμης, την ικανότητά τους να ενσωματώνουν την ανθρώπινη εμπειρία, να εγκλείουν αξίες, συναισθήματα και μνήμες, να γεφυρώνουν χρόνους και τόπους, άτομα και ομάδες. Αυτή τη διαλεκτική σχέση ανθρώπων-αντικειμένων επιχειρεί  να διερευνήσει η παρούσα συνεδρία μέσα από μια σειρά ερωτημάτων και προβληματισμών.
Πώς μπορούν, για παράδειγμα, τα μουσεία, που στεγάζουν την υλικότητα του παρελθόντος, να αναδείξουν την πολυσημία της, να υποστασιοποιήσουν ακούσιες ή εκούσιες μνήμες και/ή τις απωθήσεις τους; Πώς μπορούν να συμβάλουν στη διάχυση μηνυμάτων σε χρόνο παρόντα, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στην κοινωνική συνοχή και στον εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου; Κι αφού η συλλεκτική δραστηριότητα, επίσημη ή μη, έχει ως εγγενές χαρακτηριστικό την έννοια της επιλογής, τότε, πώς, με τη σειρά της, η εκάστοτε επιλογή – διατήρησης, απόρριψης, μεταβίβασης, ερμηνείας, έκθεσης– επενεργεί στη συγκρότηση της αυτοεικόνας και στη διαμόρφωση ταυτοτήτων, ατομικών, συλλογικών ή εθνικών; Τι είδους αφηγήσεις παράγουν άτομα και συλλογικότητες, ποιες επιτελεστικές πρακτικές μετέρχονται ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν ή να ενεργοποιήσουν οδυνηρές μνήμες και να αρθρώσουν τον τραυματικό τους λόγο;.

_Στυλιάνα Γκαλινίκη, Αρχαιολόγος, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
«Ω, φιλτάτη Τζουμαγιά!»: Ύλη και μνήμη μιας συλλογικής ομηρίας.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα ιδιαίτερο γεγονός θα αλλάξει για πάντα τη ζωή των κατοίκων της Τζουμαγιάς, μιας εύρωστης μικρής πόλης του σερραϊκού κάμπου στα βόρεια της πεδιάδας του Στρυμόνα. Πρόκειται για τον βίαιο εκπατρισμό τους από τους Βούλγαρους κατακτητές της Ανατολικής Μακεδονίας το 1916, τη μεταφορά και τη διετή παραμονή τους στην πόλη Ποζάρεβιτς της τότε βουλγαροκρατούμενης Σερβίας και τη σταδιακή επιστροφή τους, μετά τη λήξη του πολέμου το 1918. Οι απώλειες είναι δραματικές: από τους 10.000 κατοίκους που είχε η πόλη το 1916, κυρίως Βλάχους αλλά και ντόπιους, Ρομά και Οθωμανούς, περίπου 3.000 χάνουν τη ζωή τους στη δάρκεια της ομηρίας. Αρκετοί θα παραμείνουν στη Σερβία. Όσοι γυρίσουν στην κατεστραμμένη πια πόλη θα ζήσουν σε παράγκες για χρόνια μέχρι να οικοδομηθεί στην ίδια περιοχή με πρωτοβουλία του Βενιζέλου μία νέα κωμόπολη με αρχαιοελληνικό πλέον όνομα, η Ηράκλεια.
Η ομηρία επέδρασε αποφασιστικά στη ζωή της κοινότητας και τραυμάτισε την ταυτότητά της, ενώ η μνημόνευσή της περιορίστηκε σταδιακά στην ιδιωτική σφαίρα. Στην προτεινόμενη εισήγηση, θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω τις προσπάθειες διαχείρισης του πολιτισμικού αυτού τραύματος της πόλης αλλά και τις υλικές του αποτυπώσεις σε μια σειρά μνημονικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στην περιοχή: βιβλία, εκθέσεις, μνημεία και τελετές ενεργοποιούν μια μνήμη εν πολλοίς λησμονημένη και δίνουν νέα τροπή στις αφηγήσεις του τόπου και των ανθρώπων του.

_Πολυξένη Δημητρακοπούλου, Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
«Ανασκάπτοντας» τα εμφυλιοπολεμικά Γιάννενα: Μεταπλάσεις της οδυνηρής μνήμης.

Γιάννενα 1946-1949. Τι έχει απομείνει από την ταραγμένη εκείνη εποχή σήμερα στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, μια πόλη που βρισκόταν μια ανάσα από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα; Η παιδόπολη των Ιωαννίνων με τις μετεγκαταστάσεις της από το κτήριο του δημοτικού νοσοκομείου στον Κουραμπά, στην περιοχή όπου η σημερινή πλατεία Ομήρου και μετέπειτα στη σημερινή της θέση, κοντά στο αεροδρόμιο, υπήρξε μια από τις 52 παιδοπόλεις που κτίστηκαν την περίοδο αυτή για να φιλοξενήσουν παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές, παραμένει ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα «τέχνεργα» που έχει διασωθεί. Η Ζωσιμαία Ακαδημία, οι φυλακές στο Ακραίον (Βελισσάριο), ο τόπος εκτέλεσης των καταδικασθέντων στην πολύκροτη δίκη της Ευτυχίας Πρίντζου, στο Σταυράκι, αποτελούν έντονα συγκινησιακά φορτισμένους μνημονικούς τόπους. Οι στρατιωτικές φυλακές του παγοποιείου ΦΙΞ, στη θέση που κτίστηκε αργότερα το ξενοδοχείο «Παλλάδιο», οι φυλακές του Αγίου Κοσμά, όπου σήμερα το κτήριο του ΟΤΕ, έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους σε φωτογραφικά λευκώματα, ντοκουμέντα ελληνικών και ξένων (κυρίως βρετανικών) αρχείων, και σε αφηγήσεις κρατουμένων.

Οι μνημονικοί τόποι της πόλης, τα κάθε λογής αποτυπώματα αυτής της ταραγμένης εποχής στις αφηγήσεις, στη λογοτεχνία ή ακόμη και στον κινηματογράφο συνθέτουν ένα πλέγμα αναμνήσεων που έχουν εγγραφεί στο ατομικό και το συλλογικό υποσυνείδητο ως τραυματικές.

Οι εμφυλιοπολεμικές μνήμες της πόλης δεν είναι ακόμη αφηγήσιμες, όπως έχει σημειωθεί, και δύσκολα θα γίνουν αφηγήσιμες, καθώς χάνεται η γενιά που βίωσε τα γεγονότα αυτά.

Μνήμες οδυνηρές, τραυματικές, συχνά και με στοιχεία ενοχής. Έχουμε τη δυνατότητα «επανατοποθετώντας» τις μνήμες αυτές σε δεύτερη χρήση να κατασκευάσουμε το παρόν ή ακόμη και το μέλλον; Η αρχαιολογία του πρόσφατου παρελθόντος ή αρχαιολογία του παρόντος σε διαλεκτική σχέση με τη μουσειολογία, την ψυχανάλυση, την ιστορία, την κοινωνική ανθρωπολογία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες θα μπορούσαν ίσως, η κάθε μια μέσα από τις δικές της ατραπούς, με τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία (καταγραφή προφορικών αφηγήσεων, ομάδες προφορικής ιστορίας, δημιουργία φωτογραφικών εκθέσεων, εκθέσεων προσωπικών αντικειμένων με μελετημένη «αφήγηση» κ.α.) θα μπορούσαν ίσως να συμβάλλουν στην κατεύθυνση της ανάδυσης της κρυμμένης, ατομικής μνήμης, να εντρυφήσουν στα επάλληλα στρώματα της συλλογικής μνήμης της πόλης, με απώτερο στόχο τη βαθύτερη κατανόηση των πρόσφατων περιπετειών της. Αυτή η προσέγγιση στα άδυτα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η ερμηνεία της μεμονωμένης μνήμης σε αντίστιξη με τις μνήμες συλλογικοτήτων, είναι απαραίτητη, καθώς ζούμε σε μια εποχή που παρουσιάζει αναλογίες σε επιμέρους φαινόμενα, ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα. Σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης, με την παρουσία στην πόλη των Ιωαννίνων πληθυσμών από εμπόλεμες ζώνες, οι κίνδυνοι για διάρρηξη του κοινωνικού ιστού είναι ήδη ορατοί. Ποιός μπορεί να είναι ο ρόλος της αρχαιολογίας, ως ανθρωπιστικής επιστήμης σε αυτήν την πραγματικότητα; Είναι διαχειρίσιμη η μνήμη στην προοπτική ενός μέλλοντος με λιγότερη αδικία, και λιγότερη υποκρισία, περισσότερη κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη; Στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον με ρεαλισμό, μακριά από μεσσιανικές αντιλήψεις για μια δίκαιη και ευτυχισμένη κοινωνία, ποιό μπορεί να είναι το πρόταγμα; Μια στοιχειωδώς καλύτερη κοινωνία;

_Αλεξάνδρα Κρήτη, Αρχαιολόγος, αρχαιοβοτανολόγος
Γευστικές ταυτότητες των συν-οριακών νησιωτικών κόσμων του Αιγαίου: Σκέψεις για τις χρήσεις και προσεγγίσεις της (αρχαιο-)γαστρονομίας της νησιωτικότητας και της προσφυγιάς.
Η παραγωγή, η κατεργασία, η διαχείριση και η κατανάλωση της τροφής είναι ένα από τα κυριότερα θέματα μελέτης των αρχαίων αλλά και των σύγχρονων κοινωνιών. Η «ανακάλυψη» μαγειρικών τρόπων, η «αξιοποίηση» των ωφέλιμων για την υγεία πρακτικών τους, καθώς και η προπαγάνδισή τους ως φορέων της εθνικής μνήμης, ταυτότητας και ιστορίας αποτελούν λίγα μόνο από τα στοιχεία που μπορούν να μας καταδείξουν την πολιτική σημασία του φαγητού.
Οι συνοριακοί νησιωτικοί κόσμοι του Αιγαίου έχουν αποτελέσει σταυροδρόμι ποικίλων γαστρονομικών παραδόσεων, μέσα από τις οποίες έχει συχνά επιχειρηθεί η ανάδειξη της ιστορικότητας ή και της προ-ϊστορικότητας των νήσων (π.χ. η Ίμβρος και η Χίος), η γεωπολιτική τους σημασιοδότηση ως «προπύργιων» μίας εθνικής κουζίνας (π.χ. η Λέσβος) και η παραγωγή τουριστικής υπεραξίας (π.χ. η Μύκονος). Η αρχαιο-γαστρονομία των νησιωτικών κόσμων του Αιγαίου αντιλαμβάνεται τις συνοριακές νήσους περισσότερο ως «λίκνα» αιγιακών μαγειρικών τρόπων –με σαφείς αναφορές στον σύγχρονο ελληνικό και τον τουρκικό, κατά την γνώμη μου, παρά ως τόπους διαπραγμάτευσης και δημιουργίας νέων γεύσεων και συνταγών υπό τους όρους των νησιωτικών κοινοτήτων τους.
Ως τέτοιοι τόποι όμως γίνονται αντιληπτοί στο σήμερα. Η αιγιακή κουζίνα φαίνεται να αποτελεί είτε μία γραφική αναπαραγωγή των ‘συνταγών της γιαγιάς’ είτε μέρος ενός all-inclusıve τουριστικού πακέτου, είτε μία μερίδα μουχλιασμένου φαγητού στο προσφυγικό στρατόπεδο της Μόριας… Το φαγητό δεν αποτελεί δικαίωμα αλλά καθημερινή διεκδίκηση για τους κατοίκους των νήσων αυτών. Η οικονομική κρίση και η σύγχρονη μετανάστευση διαμορφώνουν το σύγχρονο συν-οριακό νησιωτικό τοπίο, μέσα στο οποίο η κουζίνα αποτελεί πιθανόν το μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς, τόσο για τους μόνιμους όσο και πρόσκαιρους κατοίκους του.
Οι μέθοδοι, τα μέσα αλλά και τα ερωτήματα που μπορεί να αξιοποιήσει αλλά και να θέσει η αρχαιολογία προκειμένου να εξερευνήσει την κοινωνικό-πολιτική σημασία του φαγητού –πέρα από τα scatter plots του Canodraw5!, οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν τόσο την κοινωνία, όσο και τις ανάγκες της.

_Γεωργία Κανελλοπούλου, Διαχείριση Πολιτισμικής και Φυσικής Κληρονομιάς, Παναγιώτα Κουτσούκου, Συντήρηση Πολιτισμικής και Φυσικής Κληρονομιάς
Οικομουσείο Ζαγορίου, ιστορίες πολιτιστικών τοπίων: Μια αφήγηση στη συμβολή των μετακινούμενων Μαστόρων και Καλλιτεχνών στο Ζαγόρι.

Σ’ ένα τοπίο με έντονο πολιτισμικό ανάγλυφο όπως αυτό του Ζαγορίου, το Οικομουσείο προσεγγίζει μια αφηγηματική διάσταση στο χωροχρόνο, ξετυλίγοντας το νήμα των μετακινούμενων Μαστόρων και Καλλιτεχνών της Ηπείρου. Τέτοιου είδους αφηγήσεις αποτελούν μουσειακές αναπαραστάσεις για ένα πολυμορφικό μουσείο 4 διαστάσεων, σε μια γεωγραφική περιοχή όπου οι πολιτιστικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές της αξίες δεν δύνανται να περιοριστούν σε ένα υλικών διαστάσεων χώρο. Ιστορίες πολιτισμικών τοπίων συνθέτουν το πάζλ μιας μοναδικής τοπικής κληρονομιάς που τα βασικά της συστατικά, άνθρωπος και φύση, χαράσσουν την ταυτότητα και εξυμνούν τη μοναδικότητα της.

Η αμφίδρομη σχέση ανθρώπου και φύσης δεν περιορίζεται μόνο σε μια παραγωγική διαδικασία που αφορά αποκλειστικά την καλλιέργεια της, αλλά αποτελεί πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους κατοίκους του ορεινού όγκου της Ηπείρου. Αναπτύσσεται έτσι μια νέα ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι, με άξονα τη μετακίνησή τους, εξελίσσουν την τεχνική σε τέχνη.

Στα τέλη της Οθωμανικής κυριαρχίας οι τεχνίτες και καλλιτέχνες της Ηπείρου, ορμώμενοι από τα φαινόμενα των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, οργανώνονται σε συντεχνίες και διαχέουν στο πέρασμα τους μια καθοριστική σχέση ανθρώπου-φύσης, ικανή να δημιουργήσει ένα μοναδικό πολιτισμικό τοπίο. Θα λέγαμε ότι οι τεχνίτες της διασποράς μονοπωλούν έντονα το γεωγραφικό τοπίο της Ηπείρου και όχι μόνο, αφού τους συναντάμε στα έργα των ημερών που άφησαν ανά την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, καθώς και σε άλλες περιοχές όπως η Αίγυπτος, το Σουδάν, η Ρωσία και η Γαλλία όπου μετανάστευσαν.

Τι είναι αυτό όμως που κατά το πέρασμα τους συντελεί στη δημιουργία μιας έντονης πολιτισμικής ταυτότητας στην κάθε περιοχή και στη συγκεκριμένη περίπτωση στο Ζαγόρι; Μελετώντας με προσοχή τα έργα τους ανακαλύπτουμε ότι η τέχνη τους διακατέχεται από μια δυναμική αντίληψη που εξελίσσεται βάση των ερεθισμάτων που δέχονται στο πέρασμά τους από κάθε περιοχή. Εμπνέονται και εμπνέουν, καθορίζοντας τις μνήμες του τόπου μέσα από τα έργα τους.

Με γνώμονα αυτή τη διαπίστωση το Οικομουσείο προσεγγίζει το πέρασμα των μαστόρων και καλλιτεχνών της Ηπείρου από τη περιοχή του Ζαγορίου κάνοντας σταθμό στις ξερολιθικές κατασκευές και την «εντοίχια» θρησκευτική και κοσμική ζωγραφική κατά τη διάρκεια του 18ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

_Θεοχαρίδης Ανδρόνικος, Κοινωνικός ανθρωπολόγος, εκπαιδευτικός εικαστικών
Από την οικογενειακή συλλογή στη μουσειακή και το σπίτι-μουσείο. Οι τροχιές των κειμηλίων και των αντικειμένων τέχνης σαν χρονική δομή.
Πως συνδέεται άραγε η μακραίωνη συλλεκτική δραστηριότητα των παλιών αρχοντικών οικογενειών στο Αιγαίο με την μετέπειτα δημιουργία των μεγάλων συλλογών που τροφοδότησαν τα νεοσύστατα μουσεία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου; Τι συμβαίνει στον κάτοχο ενός κειμηλίου όταν αναγκάζεται να το πουλήσει και τι στο ίδιο το αντικείμενο και στον νέο κάτοχό του; Πώς εμπλέκονται τα κειμήλια και τα αντικείμενα τέχνης στην κατασκευή της τοπικής και της εθνικής ταυτότητας;
Ο ιστορικός τέχνης George Kubler μας προτρέπει να δούμε τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα τέχνης καταλαμβάνουν τον χρόνο. Καθώς το κάθε ένα από αυτά συνήθως ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα αντικειμένων με κοινά χαρακτηριστικά, αποτελεί νεότερη ή παλαιότερη εκδοχή της ίδιας πράξης, η οποία ταξιδεύει στο χρόνο μέσα σε ποικίλα σώματα και πλαίσια. Εξαφανίζεται ενδεχομένως ή περνάει στην αφάνεια και επανεμφανίζεται σε άλλη εποχή και ενίοτε σε άλλο τόπο. Η πρόταση του Kubler μπορεί κατά την άποψή μου να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε μια έρευνα που αφορά την βιογραφία αντικειμένων ή την κοινωνική ζωή τους, ειδικά όταν πρόκειται για αντικείμενα τέχνης. Μας δίνει επιπλέον ένα εργαλείο για την κατανόηση του πώς η τέχνη διαμορφώνει τη ζωή, κάτι που σε μεγάλο βαθμό γίνεται άρρητα.
Σε αυτή την εισήγηση το πεδίο αναφοράς μου θα είναι οι οικογενειακές συλλογές των Σκυριανών, ιδωμένες ως οντότητες που συγκροτούνται, διαλύονται, διασκορπίζονται και ξαναενώνονται μέσα στο χρόνο. Είναι δηλαδή αυτό που ο Alfred Gell ονομάζει ‘διανεμημένα αντικείμενα’. Το ίδιο το ‘Σκυριανό σπίτι’ είναι ένα τέτοιο αντικείμενο, μέρη του οποίου είναι και τα σπίτια, ανοιχτά ή εν μέρει κλειστά προς το κοινό, στα οποία βρίσκονται οι συλλογές.


ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ


10:30 – 12:30

Από την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας και των αρχαιογνωστικών επιστημών.
Συντονιστής: Ανδρέας Βλαχόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Χώρος: Μουσείο Αργυροτεχνίας

_Τριάντος Σπύρος, Τσιρογιάννης Θανάσης, Βαρσάνης Γιώργος, Σιώζου Βασιλική, Μεταπτυχιακοί φοιτητές Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
H αρχαιολογία των συνόρων: terra incognita; Η αρχαιολογική έρευνα κατά μήκος των βόρειων συνόρων. Όρια και μεταβλητές.
Αποτελούν τα σύγχρονα πολιτικά σύνορα άγνωστο πεδίο για την αρχαιολογική έρευνα; Ποιοι παράγοντες επηρέασαν διαχρονικά την έρευνα των περιοχών αυτών; Έχει ήδη διευρενηθεί ενδελεχώς ότι παράγοντες, όπως η εκμετάλλευση των διαρκώς μεταβαλλόμενων πολιτικών συνθήκων με την παράλληλη διαμόρφωση των εθνικών φαντασιακών στην περιοχή των Βαλκανίων, η μικρή πληθυσμιακή διασπορά με το μαρασμό της οικονομικής δραστηριότητας και ο απομονωτισμός από το δυσχερές του γεωφυσικού αναγλύφου καθόρισαν την αρχαιολογική έρευνα. Θέλουμε να εξετάσουμε, αν προκύπτει ένα μοτίβο στην αρχαιολογική έρευνα της περιοχής των βόρειων ελληνικών συνόρων μέσα από την εξέταση της γεωγραφικής κατανομής των ερευνημένων θέσεων. Επηρέασαν την διαμόρφωση του πλαισίου πιθανές μεροληπτικές τάσεις στην επιλογή των προς διερεύνηση θέσεων με κριτήριο τη χρονολογική ένταξή τους (μνημεία κλασικά vs βυζαντινά, νεότερα vs προϊστορικά); Στο έργο αυτό θα βοηθήσουν και οι προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που εργάστηκαν ως πρωτοπόροι στις περιοχές αυτές. Έμφαση θα δοθεί σε τόπους «ιδιαίτερων» συνθηκών όπως τα χωριά των Πομάκων στον ορεινό όγκο της Ξάνθης.

_Δήμητρα Κοκκινίδου, Αρχαιολόγος, εκπαιδευτικός
Εισβολές και αρχαιολογικές αλληγορίες στην «Παλαιά Ευρώπη».
Αν η αναζήτηση άλλων τόπων, εκούσια ή ακούσια, είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η ανθρώπινη παρουσία, η εξιστόρηση αυτής της παλαιότητας στους γενέθλιους μύθους των λαών είναι ευεξήγητη. Είναι επομένως ευεξήγητο και το ενδιαφέρον της αρχαιολογίας (ήδη από τα πρώτα της βήματα) να διακρίνει τα υλικά ίχνη των πληθυσμιακών μετακινήσεων, οι οποίες δεν αποτέλεσαν μόνο ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματά της, αλλά θεωρήθηκαν και μία από τις κύριες αιτίες της πολιτισμικής αλλαγής, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στο πλαίσιο της εν λόγω παράδοσης, η Marija Gimbutas ήταν η πρώτη που συσχέτισε τον κοινωνικό μετασχηματισμό (από τη νεολιθική στην εποχή του χαλκού) με το φύλο των εισβολέων, διατυπώνοντας τη ρηξικέλευθη, όσο και ευφάνταστη, θεωρία του γυναικοκεντρικού «πολιτισμού της Θεάς» στην «Παλαιά Ευρώπη», τον οποίο κατέστρεψε η ινδοευρωπαϊκή πατριαρχία. Με βάση την παραδοχή ότι η ιστορία της έρευνας είναι ιστορία ιδεών, μεθόδων, ερμηνειών, κοινωνικών συνθηκών και προσωπικών διαδρομών –μια συνεχής συζήτηση ανάλογα με την εποχή και τους ανθρώπους που θέτουν τα ερωτήματα και δίνουν τις απαντήσεις– η εισήγηση αποτιμά την επίδραση των παραπάνω παραγόντων στη διαμόρφωση μιας έμφυλης οντολογίας των αντιθέτων, η οποία, ενώ απορρίφθηκε από την αρχαιολογική κοινότητα, είχε (και εξακολουθεί να έχει) απήχηση «εκτός των ακαδημαϊκών τειχών».

_Τίνα Μπολώτη, Αρχαιολόγος
Η εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κρήτη και η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας.
Τι αφηγείται η περιώνυμη σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας στον σύγχρονο θεατή για την εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κρήτη κατά την ΥΜ ΙΙ/ΙΙΙΑ; Τι αποκαλύπτει για τη φύση της μετακίνησής τους και την τακτική που ακολούθησαν σε σχέση με τους κατοίκους του νησιού; Εύρημα των ανασκαφών Paribeni στην περιοχή της μινωικής έπαυλης κατά το 1903, η σαρκοφάγος, που εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου, αποτελεί επιτομή της ιερής εικονογραφίας και ταυτόχρονα ένα ενδυματολογικό πολύπτυχο στο πλαίσιο τελετουργικών πράξεων του 14ου αι. π.Χ. Αν και αντιμετωπίστηκε από την πλειονότητα των μελετητών ως μινωικό τέχνεργο, λίαν προσφάτως υποστηρίχθηκε ότι αποτελεί τέχνημα άμεσα συνδεδεμένο με την εκεί εγκατάσταση Μυκηναίων και το σύγχρονο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην ΥΜ ΙΙΙΑ Αγία Τριάδα. Έτσι, τα αφηγηματικά στιγμιότυπα των τεσσάρων πλευρών της θεωρήθηκαν αποτέλεσμα σκόπιμων συμφυρμών μινωικών και μυκηναϊκών στοιχείων, υπό την έννοια ενός ιδεολογικού εργαλείου της πρόσφατα εγκατεστημένης εκεί μυκηναϊκής ελίτ, που θα επεδίωξε, για λόγους εξουσιαστικής νομιμοποίησης, να καλλιεργήσει την ιδέα μιας ισχυρής συνέχειας ανάμεσα στο μινωικό παρελθόν και στο μυκηναϊκό παρόν της περιοχής.
Ενδεικτικοί επί του προκειμένου είναι οι πέντε διακριτοί τύποι ενδυμάτων που φορούν οι εικονιζόμενες σε αυτήν αντρικές και γυναικείες μορφές, είκοσι στο σύνολο, και στα οποία (ενδύματα) θα εστιαστεί και η σχετική συζήτηση στο βαθμό που εξυπηρετεί την ανωτέρω προβληματική.

_Ηλίας Κουλακιώτης, Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Το φυσικό περιβάλλον, τα δένδρα και οι μεταβάσεις: Το παράδειγμα του Αλέξανδρου.
Το περιβάλλον και ο χώρος αποτελούν για τη νεώτερη ιστορική έρευνα σημαντικά στοιχεία για να εξεταστούν αντιλήψεις για την ταυτότητα μιας κοινωνίας. Το λεγόμενο spatial turn στη νεώτερη ιστοριογραφία είναι ένα μεθοδολογικό εργαλείο που μας επιτρέπει να αναλύσουμε αναπαραστάσεις του χώρου, της κίνησης και της μετάβασης. Ειδικότερα τα δένδρα και τα φυτά, ως μέρος του περιβάλλοντος, εννοιοδοτούν αντιλήψεις για τον φυσικό χώρο και τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σ’ αυτόν, αλλά σηματοδοτούν και αντιλήψεις για τον χρόνο και τη χρονικότητα. Η παρούσα μελέτη εξετάζει υλικές και κειμενικές μαρτυρίες από την ύστερη κλασική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, τονίζει τον ρόλο των φυτών στην συγκρότηση και αναπαράσταση μιας μοναρχικής εξουσίας στην Αρχαιότητα, και αναδεικνύει την πολιτική τους διάσταση για τους αρχαίους και για τους νεώτερους. Παράλληλα, τονίζει τη βιωματική σχέση που μπορούμε να έχουμε σήμερα όταν προσεγγίζουμε αυτά τα θέματα και τα εκθέματα, καθώς πέρα από τις αντιλήψεις για τον χώρο, τον χρόνο και τις μεταβάσεις, στο κέντρο του ενδιαφέροντος είναι τα συναισθήματα και ο τρόπος έκφρασής τους.
Αναλύονται τρεις περιπτώσεις που σχετίζονται με επεισόδια, τόσο της ιστορικής, όσο και της επινοημένης βιογραφίας του Αλέξανδρου Γ΄ της Μακεδονίας. Το πρώτο αφορά τον Τάφο ΙΙ της Βεργίνας, ο οποίος αποδίδεται στον Φίλιππο, τον πατέρα του Αλέξανδρου. Η επίσκεψη στο Μουσείο των βασιλικών Τάφων αποτελεί από μόνη της μια μετάβαση στον «κάτω κόσμο». Η τοιχογραφία του κυνηγιού, το οποίο, λόγω της παρουσίας συγκεκριμένων φυτικών στοιχείων, τοποθετείται σε έναν χώρο με ιερό χαρακτήρα, αποτελεί σύμφωνα με νεώτερες ερμηνείες, τη συμβολική πράξη της διαδοχής της εξουσίας.
Το δεύτερο, αφορά την ανακάλυψη του κισσού κατά την Ασιατική εκστρατεία. Το φυτό αυτό, συνδέεται με τη δράση του θεού Διόνυσου, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος μυθικός κατακτητής της Ανατολής. Για τον Αλέξανδρο, το φυτό αυτό χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για ένα είδος αναβίωσης αυτής της κατάκτησης που τον εγγράφει στην γενεαλογία των μεγάλων «κατακτητών-εκπολιτιστών». Αιώνες αργότερα, αυτά τα παραδείγματα χρησιμοποιούνται από τις μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες για την κυριαρχία τους τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση, καθώς και για την ιστοριογραφική συγκρότηση μια «αρχαιολογίας» της κατάκτησης.
Το τρίτο αφορά τη λειτουργία των προφητικών δέντρων, τα οποία επισκέπτεται ο Αλέξανδρος για να μάθει πότε επίκειται το τέλος του και ο θάνατός του. Τα δένδρα και η προφητεία, όπως μας μαθαίνει ήδη το παράδειγμα της Δωδώνης, είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο, και η επίσκεψη σε ένα τέτοιο μαντείο διεγείρει τον φόβο αλλά και την ελπίδα για το μέλλον. Όταν αυτό αφορά τον κοσμοκράτορα, τότε η πολιτική του διάσταση είναι προφανής.
Δένδρα και άλση που τους αποδίδεται ένας ιερός χαρακτήρας φαίνεται πως εξακολουθούν να υπάρχουν. Το γεγονός ότι βρίσκονται επί μακρόν σε έναν χώρο και μπορούν να μαρτυρούν τις αλλαγές που συμβαίνουν, τα κάνει να έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο και τη μνήμη. Τη σχέση αυτή οι αρχαίες κοινωνίες τη μεταμόρφωσαν σε μια ιδιότητα ορισμένων δένδρων μέσω της πρόγνωσης να μεταφέρουν το μέλλον στο παρόν. Στις δικές μας, σύγχρονες κοινωνίες, το διακύβευμα που μπαίνει είναι πώς θα καθορίσουμε τη σχέση μας με το περιβάλλον, με άλλα λόγια τι είδους φυσικό αλλά και ανθρωπογενές περιβάλλον θέλουμε στο μέλλον.

_Κωνσταντίνα Καψάλη, Αρχαιολόγος
Αρχαίο DNA, Μέσα Επικοινωνίας και ελληνική εθνική ταυτότητα.
Η ανάλυση του αρχαίου DNA αναδεικνύεται τις τελευταίες δεκαετίες ως μία από τις πολλά υποσχόμενες διεπιστημονικές συνεργασίες της αρχαιολογίας, θέτοντας κατα κύριο λόγο ερωτήματα που αφορούν την καταγωγή και τις μετακινήσεις των πληθυσμών στην αρχαιότητα. Στα πλαίσια της αρχαιογενετικής έρευνας ωστόσο, αρχαία δείγματα συγκρίνονται με σύγχρονα,δημιουργώντας έτσι αναπόφευκτα συσχετισμούς μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων του παρελθόντος και σύγχρονων εθνικών/ εθνοτικών συνόλων. Παράλληλα, η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ γενετιστών και αρχαιολόγων, η απουσία μίας κοινής ορολογίας και ενιαίας επιστημονικής προσέγγισης, οδηγούν ενίοτε σε επιστημονικές δημοσιεύσεις των οποίων η αρχαιολογική αξία είναι αμφιλεγόμενη. Στον Τύπο και το Διαδίκτυο, τα αποτελέσματα των αρχαιογενετικών ερευνών διασταυρώνονται με ιδέες περί πολιτιστικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και θεωρίες που αφορούν τα ένδοξα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων. Στόχος της ανακοίνωσης αυτής είναι να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους η αρχαιογενετική πληροφορία μπορεί να επηρεάζει το πως ορίζουμε και αντιλαμβανόμαστε την καταγωγή μας, τη σχέση μας με τον υλικό πολιτισμό ή ακόμη και τις αξιώσεις μας στην πολιτιστική κληρονομιά. Αντλώντας από συγκεκριμένα πρόσφατα παραδείγματα αρχαιογενετικών ερευνών, στα πλαίσια της ανακοίνωσης αυτής θα συζητηθεί η ίδια η φύση των ερωτημάτων που θέτει η αρχαιογενετική έρευνα αλλά και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί που παρεμβάλλονται μεταξύ εργαστηρίου και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.

_Μυρτώ Μαλούτα, Επίκουρη Καθηγήτρια Ελληνικής Παπυρολογίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Η υλικότητα των παπύρων και το ιδεολογικό υπόβαθρο της παπυρολογίας.
Η κειμενική υπόσταση των παπύρων λειτούργησε νομιμοποιητικά προς τις αρχαιολογικές πρακτικές των ισχυρών δυνάμεων του 19ου και πρώιμου 20ου αιώνα, που συγκρότησαν τις γνωστότερες μεγάλες συλλογές παπύρων στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική. Ιδίως χρησίμευσε στο να εξαιρεθεί η παπυρολογία από την μετέπειτα κριτική που υπέστησαν τα οριενταλιστικά προτάγματα και η ιμπεριαλιστική ιδεολογία των πρακτικών αυτών. Σήμερα ακόμη, η κειμενική υπόσταση τείνει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για παπύρους που αποκτήθηκαν παράνομα, όπως προέκυψε πρόσφατα στην περίπτωση πολύ προβεβλημένων σπαραγμάτων αβέβαιης προέλευσης ή/και προβληματικής κυριότητας (νέα ποιήματα της Σαπφούς, αναφορά στη γυναίκα του Ιησού κ.λπ.).
Η έμφαση στην κειμενικότητα ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το ενδιαφέρον των μελετητών αρχικά σχεδόν εξαντλούνταν στα φιλολογικά κείμενα (κάτι που στην Ελλάδα υποθάλπεται ακόμη με την συμπερίληψη της παπυρολογίας στα προγράμματα σπουδών τμημάτων φιλολογίας αλλά όχι ιστορίας). Η όψιμη αναγνώριση των μη φιλολογικών παπύρων, των εγγράφων, ως κατεξοχήν πηγών για την ιστορία της ελληνορωμαϊκής και πρώιμης ισλαμικής Αιγύπτου, και η σταδιακή αποδοχή τους ως mainstream πηγών ρωμαϊκής ιστορίας γενικότερα, αναγκαστικά υπέσκαψε αυτή την αντίληψη, αφού η προφανής σημασία του πλαισίου στο οποίο παρήχθησαν τα έγγραφα αποκατέστησε την διττή υπόσταση των παπύρων ως κειμένων και αντικειμένων. Από την παραδοχή αυτή προκύπτουν τρεις παράλληλες αναγκαιότητες: Πρώτον, η αρτιότερη επιστημονικά προσέγγιση στα ίδια τα σπαράγματα, που πλέον οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως τμήματα του υλικού πολιτισμού που τα παρήγαγε· δεύτερον, η διασαφήνιση των υποχρεώσεων που έχουμε ως ιστορικοί και φιλόλογοι απέναντι σε σπαράγματα προβληματικής προέλευσης· και τρίτον, η ένταξη των παπύρων γενικώς στη συζήτηση σχετικά με τη μετά-αποικιοκρατική θεώρηση των αρχαιογνωστικών επιστημών, όπου μπορούν να έχουν πολύ γόνιμη συμβολή.


10:00 – 12:00

Οθωμανικές κληρονομιές ΙΙ: Αισθητηριακές ροές και ασυνέχειες στον οθωμανικό αστικό χώρο.
Συντονίστρια: Σίσσυ Θεοδοσίου, Επίκουρη Καθηγήτρια Ανθρωπολογίας της Μουσικής, ΤΕΙ Ηπείρου
Χώρος: Φετιχιέ Τζαμί

_Παναγιώτης Πούλος, Λέκτορας Ισλαμικής Τέχνης, Ε.Κ.Π.Α.
Από τον τελετουργικό χώρο στην εικόνα: οι φορητές επιγραφές του Χαμιντιέ τζαμί στη Θεσσαλονίκη.
Η ολοκλήρωση της ανέγερσης του ισλαμικού τεμένους Χαμιντιε Τζαμί (Γενί Τζαμί) στη Θεσσαλονίκη το 1902 καταγράφηκε από την οθωμανική διοίκηση σε οκτώ φωτογραφίες, που απεικονίζουν διάφορες όψεις του εσωτερικού και εξωτερικού του νεοανεγερθέντος, κτηρίου. Στις φωτογραφίες του εσωτερικού του τεμένους αποτυπώνονται οι φορητές ισλαμικές επιγραφές σε μορφή πινακίδων (levha) οι οποίες ως μέρος των περιουσιακών στοιχείων του ευαγούς ιδρύματος (βακουφίου) πέρασαν το 1923 στο καθεστώς της ανταλλάξιμης περιουσίας. Σε αντίθεση με τις εντοιχισμένες μαρμάρινες επιγραφές, η ακριβής πορεία των συγκεκριμένων επιγραφών παραμένει άγνωστη, καθώς όπως συνέβη σε ανάλογες περιπτώσεις τεμενών της πόλης πιθανώς να αποσπάστηκαν από μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας κατά την αποχώρηση τους από την πόλη το 1923. Οι παραπάνω φωτογραφικές αποτυπώσεις των επιγραφών εκτός της προφανούς τεκμηριωτικής τους σπουδαιότητας στην έμμεση καταγραφή της «μετακίνησης» τμήματος της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης, αποτελούν τεκμήρια των αισθητηριακών ασυνεχειών εντός της μουσουλμανικής κοινότητας. Το περιεχόμενό τους αναδεικνύει πτυχές του ιδιαίτερου τελετουργικού της κοινότητας των Ντονμέδων που ταυτίστηκαν με το συγκεκριμένο τέμενος, αλλά και της εξουσιαστικής πολιτικής του καθεστώτος του Αμπντουλχαμίντ που επιδίωξε μέσω της φωτογραφίας να κατασκευάσει μια ελεγχόμενη δημόσια εικόνα του κράτους και να επιτηρήσει τους υπηκόους του.

_Άρης Αναγνωστόπουλος, Ανθρωπολόγος, ιστορικός, Πρωτοβουλία για την Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Η αφήγηση της επικίνδυνης πόλης: Όρια και σύνορα στην πόλη του Ηρακλείου του όψιμου 19ου αιώνα.
Η μετάβαση από την Οθωμανική κυριαρχία στην Αυτόνομη Πολιτεία, στην Κρήτη των αρχών του εικοστού αιώνα άλλαξε ριζικά την μορφή της πόλης του Ηρακλείου, αλλά και τις αναπαραστάσεις που σχετίζονταν με αυτήν. Η πόλη, τυπικά υπό Βρετανικό έλεγχο μέχρι το 1906, μεταβλήθηκε μέσα από τη δράση μιας αστικής τάξης νέων Χριστιανών επαγγελματιών, σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα μερί πολιτισμού, αισθητικής και καθαριότητας. Η αλλαγή αυτή κινήθηκε μέσα από μια διαδικασία αναστοχασμού των ορίων ανάμεσα σε πληθυσμούς, εθνότητες, φύλα και χώρους. Η τυπική προσέγγιση προς την έννοια του ορίου το στοχάζεται ως μια γραμμή σταθερή στο χώρο. Ωστόσο, η περίπτωση που παρουσιάζω δείχνει πως τέτοια όρια ήταν μεταβαλλόμενα και κινητά τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, ως αντικείμενα μιας διαρκούς αναδιαπραγμάτευσης. Επιπρόσθετα, μας δείχνει ότι τα όρια ανάμεσα σε ομάδες μέσα στην πόλη δεν είναι αποτέλεσμα μόνο μιας στατικής έννοιας της κατοίκησης, αλλά ήταν αποτέλεσμα μετακίνησης ατόμων και ομάδων μέσα στην πόλη. Συγκροτώντας κάποιες περιοχές μέσα στην πόλη ως επικίνδυνες για τη δημόσια ηθική και υγεία, άρα και αδιάβατες για κάποιες ομάδες πληθυσμού, η αστική τάξη του Ηρακλείου στόχευε να εκτρέψει συγκεκριμένες ροές κίνησης και να παγιώσει την αίσθηση μιας πόλης διαχωρισμένης με βάση κυρίαρχες εθνοτικές διαφορές.

_Ελένη Καλλιμοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια Εθνομουσικολογίας, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Θρησκευτικές πομπές και δημόσιος χώρος: τελετουργίες μετάβασης στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα.
Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, τα δημόσια θρησκευτικά κτίρια της πόλης αλλάζουν χέρια, ιδιοκτησιακό καθεστώς, μορφή και χρήση. Ειδικά οι βυζαντινές εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά κατά την οθωμανική περίοδο επανήλθαν στη χριστιανική λατρεία και στην ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα μέσα από τελετουργικές πρακτικές (καθαγιασμός) και μία σειρά δομικών αλλαγών. Η παρούσα παρουσίαση εστιάζει στη μετάβαση αυτή, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία πρωτογενές υλικό που σχετίζεται με τον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας (/Aya Sofya Camii). Με επίκεντρο τις θρησκευτικές πομπές και τους εορτασμούς των εθνικών επετείων, διερευνώνται οι τρόποι με τους οποίους η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα κατοχυρώνει την παρουσία της στο δημόσιο χώρο και στα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Μία παρουσία που συγκροτείται αισθητηριακά και προσδιορίζεται ολοένα περισσότερο με όρους σύζευξης μεταξύ έθνους και θρησκείας.


12:00 – 14:30

Verba manent. Προφορικότητα, αρχείο και social media.
Διοργανωτές: Θεόφιλος Τραμπούλης, μεταφραστής/επιμελητής εκδόσεων, Δέσποινα Καταπότη, Επίκουρη Καθηγήτρια Θεωρίας Πολιτισμού και Ψηφιακού Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Χώρος: Βυζαντινό Μουσείο

Ο προφορικός λόγος θεωρείται παραδοσιακά δευτερεύων και συμπληρωματικός σε σχέση με τον γραπτό κατά τις διαδικασίες συγκρότησης του αρχείου, και ειδικότερα συγκρότησης του corpus της αρχαιολογίας και των επιστημών της ιστορίας. Είτε πρόκειται για την διάδραση στο σκάμμα, είτε για τη διαδικασία της διδασκαλίας και την ανταλλαγή στο συνέδριο, αλλά ακόμη και για την προφορική μαρτυρία που αποτελεί πάντα θεμελιώδη ιστορική πηγή, ο προφορικός λόγος δεν νοείται παρά μόνον εάν μπορεί να αποκρυσταλλωθεί (ή και να «διορθωθεί») ως γραπτό κείμενο. Ωστόσο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το Instagram, το tweeter καθώς και οι ποικίλες μορφές blogging, με την εγγενή και θεμελιακή τους προφορικότητα αλλάζουν την ιεράρχηση αυτή. Η παρούσα συνεδρία θέτει ως στόχο τη διερεύνηση ενός βασικού ερωτήματος: Πώς τα social media -αλλοιώνοντας τις χρονικότητες του εκφωνήματος/ανάρτησης, τις σχέσεις πρόσληψης/παραγωγής αλλά και θέτοντας στη διάθεση του αρχαιολόγου, του ιστορικού και του επιμελητή ολότελα καινούργια εργαλεία-, εισάγουν στον πυρήνα της αρχαιολογίας και των επιστημών της ιστορίας μια καινοφανή και υβριδική προφορικότητα.
_Mήτσος Μπιλάλης, Επίκουρος Καθηγητής Θεωρίας και Τεχνολογίας της Ιστορικής Πληροφορίας,
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Αλγοριθμική προφορικότητα: Περιφέροντας το ίχνος του παρελθόντος στο δίκτυο.

Τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος απολαμβάνουν στις μέρες μας μια εργώδη δεύτερη ζωή· περιφέρονται ακατάπαυστα από οθόνη σε οθόνη, συγκροτώντας – ανάμεσα στα άλλα– κι έναν δικό τους διακριτό αστερισμό μέσα στα σύγχρονα περιβάλλοντα κοινωνικής δικτύωσης. Ο μορφότυπος αυτού του ψηφιακού ‘αστερισμού του παρελθόντος’ παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον: Στο εσωτερικό του έγκυρες δομές ακαδημαϊκής γραπτότητας συναντώνται διαρκώς με σχόλια, εικόνες, ήχους, βίντεο, κραυγές, εικονομηνύματα, παρωδιακές μιμητικές ανασυνθέσεις (memes), κ.ά. Από τις συναντήσεις αυτές προκύπτει ένα υβριδικό πεδίο λόγου για το παρελθόν, ένας λόγος, εντέλει, ο οποίος δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί είτε μέσα από την επίκληση οικείων δίπολων (π.χ. προφορικότητα / εγγραματοσύνη) είτε ακόμη και μέσα από την χρήση περισσότερο εκλεπτυσμένων αναλυτικών εργαλείων, τα οποία έχουν ήδη υβριδοποιήσει τα παραπάνω δίπολα σε προηγούμενες δεκαετίες (π.χ. δευτερογενής προφορικότητα, ηλεκτρονική προφορικότητα, κ.ά.). Η ανακοίνωση επικεντρώνει στις παραπάνω αναλυτικές δυσχέρειες, αναζητώντας πιθανότητες υπέρβασής τους στην επίκαιρη συζήτηση περί αλγοριθμικού πολιτισμού (algorithmic culture). Πιο συγκεκριμένα, εισηγείται την έννοια της «αλγοριθμικής προφορικότητας» και συζητά την σχέση της με την αναπαραγωγή ιστορικής κι αρχαιολογικής πληροφορίας στα περιβάλλοντα κοινωνικής δικτύωσης κατά την τελευταία δεκαετία.

_Κωστής Γ. Δάλλας, Αναπληρωτής Καθηγητής Σπουδών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Συνεργαζόμενος Ερευνητής, Μονάδα Ψηφιακής Επιμέλειας, ΙΠΣΥ – Ερευνητικό Κέντρο “Αθηνά”
Mεταγραφές, μαρτυρίες, συναντήσεις: πολυτροπικότητα και συνδετική δύναμη των πραγμάτων στα ψηφιακά όρια της αρχαιολογικής σημειόσφαιρας.

Οι πολλαπλές αμφισβητήσεις της αυτάρκειας του αρχαιολογικού λόγου που εκδηλώνονται τόσο στο πεδίο της ερευνητικής θεωρίας και μεθόδου όσο και σε εκείνο της ιδιοποίησης του αρχαιολογικού αγαθού γεννούν ψηφιακές πρακτικές τεκμηρίωσης, επικοινωνίας και αλληλόδρασης που εμπλέκουν διαφορετικά ανθρώπους, αντικείμενα και εργαλεία. Γενικότερα, πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο της ψηφιακής επικοινωνίας στην πολιτιστική κληρονομιά σηματοδοτούν μια στροφή από έργα που φέρουν τη σφραγίδα της αυθεντίας ενός φορέα, όπως οι οργανωσιακοί ιστότοποι και οι εικονικές εκθέσεις των μουσείων, προς περιβάλλοντα ρευστής αλληλόδρασης ποικιλόμορφων ομάδων κοινού που αξιοποιούν τις δυνατότητες δημιουργίας περιεχομένου από τους χρήστες (user generated content), εποικίζοντας τις διάχυτες παγκόσμιες υποδομές που παρέχουν εμπορικές πλατφόρμες κοινωνικών μέσων όπως το Facebook, το Twitter και το Youtube. Η στροφή προς μια ανοικτή, συμμετοχική αρχαιολογία, η κριτική στην αυτάρκεια της αρχαιολογίας ως επιστήμης, την αμφισβήτηση του παραδοσιακού θεσμικού ρόλου του κράτους ως θεματοφύλακα του αρχαιολογικου πλούτου, διαμορφώνουν τόπους κοινωνικής δικτύωσης όπου ερευνητές, διαχειριστές και πυλωροί του αρχαιολογικού πεδίου, στελέχη μουσείων και άλλοι μεσολαβητές της αρχαιολογικής γνώσης συναντώνται με μέλη καταγωγικών και αυτόχθονων ομάδων, όπως και διαφόρων κοινοτήτων ενδιαφερόντων. Ποιος είναι, άραγε, ο ρόλος των αρχαιολογικών πραγμάτων – των ευρημάτων από το αρχαιολογικό πεδίο, των τεκμηρίων, και των ερμηνευτικών κατηγοριών – σ’ αυτούς τους τόπους κοινωνικής δικτύωσης; Πώς, από την άλλη πλευρά, λειτουργούν ως τόποι πολιτιστικής αναπαράστασης, ψηφιακής μνήμης και κοινωνικής αλληλόδρασης; Στην παρέμβαση αυτή εξετάζουμε πώς τα πράγματα που εμφανίζονται στους διαλόγους μεταξύ διαφορετικών συμμετεχόντων στους αρχαιολογικούς τόπους κοινωνικής δικτύωσης ενεργοποιούνται ως συνδετικά αντικείμενα (Lucy Suchman), μεσολαβώντας ανάμεσα σε ερευνητές, πυλωρούς και άλλους. Διερευνούμε, επίσης, πώς οι τόποι αυτοί λειτουργούν ως τεμνόμενες σημειόσφαιρες (Juri Lotman) που συνέχονται από ισχυρότερους κανόνες και ρητά κειμενικά είδη στο κέντρο, ενώ εμφανίζουν στοιχεία κρεολισμού αλλά και ιδιολέκτου – χαρακτηριστικό μιας δευτερογενούς προφορικότητας – στα κοινά τους όρια.
_Θεόφιλος Τραμπούλης, Mεταφραστής/επιμελητής εκδόσεων
Verba manent: Η γραπτή προφορικότητα του Διαδικτύου.

Ο λόγος του διαδικτύου διαθέτει μια καινοφανή προφορικότητα η οποία δεν αφορά αποκλειστικά το κανάλι επικοινωνίας, την ηχητική ακουστική οδό που συναντάμε π.χ. στα περιβάλλοντα επικοινωνίας μέσω βίντεο ή στα podcasts, ούτε σχετίζεται τόσο με την «δευτερογενή προφορικότητα». Είναι μια προφορικότητα που ανακύπτει από τους χρόνους παραγωγής και πρόσληψης του εκφωνήματος, από τις συνθήκες συνεκφώνησης, από τη συλλειτουργία πολλών συστημάτων αναπαράστασης, από τη δυνατότητα κατασκευής ενός πολυδυναμικού συνεκφωνήματος κτλ. Η προφορικότητα του διαδικτύου έχει δικούς της τρόπους εγγραφής του υποκειμένου στο λόγο και ταυτόχρονα μπορεί να απαλείψει το υποκείμενο και να το αποσυναρτήσει οριστικά από το εκφώνημά του. Ταυτόχρονα, ενώ δίνει την εντύπωση κειμένου που μπορεί να αρχειοθετηθεί, η προφορικότητα του διαδικτύου είναι τέτοια που καθιστά το αρχείο ανέφικτο.

_Δέσποινα Καταπότη, Επίκουρη Καθηγήτρια Θεωρίας Πολιτισμού και Ψηφιακού Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Μνήμη και μέσα κοινωνικής δικτύωσης: προς μία νέα προφορικότητα;

Το 1982 εκδίδεται το βιβλίο του Walter Ong Προφορικότητα και Εγγραματοσύνη, το πλέον διαδεδομένο και δημοφιλές βιβλίο του. Το έργο αυτό συνοψίζει με συστηματικό τρόπο τις βασικές θέσεις του Ong για το πρόβλημα των ιδιομορφιών του προφορικού και του εγγράματου πολιτισμού, καθώς και των αλλαγών που επήλθαν στον τρόπο που αντιλαμβάνονται και βιώνουν τον κόσμο τα μέλη αυτών των πολιτισμών. Ο Ong αντλώντας στοιχεία από την κοινωνική ιστορία, τη ρητορική, την αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη γραμματεία αλλά και την κοινωνική ανθρωπολογία, κατασκευάζει ουσιαστικά δύο ιδεατούς τύπους, τον ιδεότυπο του προφορικού και τον ιδεότυπο του γραπτού πολιτισμού. Ο προφορικός πολιτισμός, πάντα κατά Ong, δεν ανατιλαμβάνεται τον κόσμο ως “κοσμοείδωλο” ή “κοσμοθεώρηση”, έννοιες που τονίζουν την όραση, αλλά ως κόσμο δυναμικό, απρόβλεπτο, ως ένα “κόσμο-ακρόαση”, ένα “κόσμο-συμβάν”.

Ο κόσμος αυτός έχει κάποια περίοπτα γνωρίσματα. Έχει χαρακτήρα δυναμικό, πολεμικό/αγωνιστικό και συρραπτικό. Μιλώντας για “δυναμικό κόσμο”, ο Ονγκ αναφέρεται στο δυναμισμό της προφορικής γλωσσικής εκφοράς, την κινητικότητα της, τη συνεχή μεταβολή της, τη συμμετοχικότητα της, τη συγκυριακότητα της καθώς και τη βιωματική της διάσταση (αυτό απλά σημαίνει ότι ενώ το γραπτό παγιώνεται, το προφορικό μπορεί διαρκώς να διαστρεβλώνεται). Δεύτερο χαρακτηριστικό (και συνάρτηση του πρώτου), η διαδραστική διάσταση της προφορικότητα, ο “πολεμικισμός”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ονγκ. Ανοίγω εισαγωγικά “Πρόκειται για την οργανική σχέση που συνδέει τον ομιλητή με το ακροατήριο του και τη ρητορική και αγωνιστική διάσταση των μεταξύ τους ανταλλαγών”. Τρίτο γνώρισμα ο “συρραπτικός” ή “ραψωδιακός” χαρακτήρας της προφορικότητας. Ο πλεονασμός, η επαναληπτικότητα, η λογοτυπική δομή, η παρατακτικότητα κλπ. Τα γνωρίσματα αυτά στρέφουν την προσοχή στ διερεύνηση της επιτελεστικής διάστασης των λεκτικών επικοινωνιακών συμβάντων ή επεισοδίων, δηλ. το ακροατήριο, ο τελεστής, οι συμβάσεις που πλαισιώνουν το λεκτικό γεγονός, η αναστοχαστικότητα, ο αυτοσχεδιασμός, οι γλωσσικοί τρόποι έκφρασης κ.ο.κ.

Σε τι διαφέρει όμως η εγγραματοσύνη από την προφορικότητα? Πρώτον, η γραφή αποτελεί και τεχνολογία καθώς προϋποθέτει υλικά μέσα για την παραγωγή της αλλά και μία μεταβιβαζόμενη από γενιά σε γενιά τεχνογνωσία. Δεύτερον, πέρα από τις κοινωνικές της διαστάσεις, έτσι υποστηρίζει ο Ονγκ, η εγγραματοσύνη περιλαμβάνει και μία ψυχοδυναμική διάσταση καθώς επιδρά με συγκεκριμένο τρόπο πάνω στην ανθρώπινη συνείδηση και γνωστικότητα. Η γραφή εξωτερικέυει τη σκέψη και τη γνώση, απομακρύνει και αλλοτροιώνει τον εαυτό από τους άλλους. Ταυτόχρονα προωθεί την εξατομίκευση της συνείδησης, τη γραμμική διάταξη της σκέψης άρα και την αναλυτική σκέψη και κατα συνέπεια την επιστήμη. Μετατρέπει τέλος την πολεμικότητα της προφορικότητας σε μια αποστασιοποημένη ειρηνική διαδικασία λογικού ελέγχου. Εδώ κάπου αντιλαμβανόμαστε πώς λειτουργεί η έννοια του αρχείου, του τεκμηρίου αλλά και η δυνατότητα ελέγχου καθώς scripta manent.

Το βιβλίο του Ονγκ είναι σημαντικός σταθμός στην μελέτη του λόγου και της επικοινωνίας. Προφανώς και έχει δεχτεί κριτική η προσπάθεια του αυτή να αντιμετωπίσει την επικοινωνία μέσα από δύο διακριτές επικοινωνιακές συνθήκες (ή αν προτιμάτε πρακτικές), ωστόσο αν κάνουμε ένα βήμα πέρα από αυτή τη (δικαιολογημένη σε πολλά επίπεδα) κριτική, διακρίνουμε και μέσα στο έργο του τη διαπίστωση ότι (ανοίγω εισαγωγικά) “μας είναι αδύνατο να μιλήσουμε για την προφορικότητα έξω από την εγγράματη παράδοση στην οποία εδώ και αιώνες ανήκουμε”. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά? Ότι όπως η ιστορία της γραφής μας φέρνει αντιμέτωπους με τις κοινωνικές αλλάγές που επιφέρουν οι μορφολογικοί μετασχηματισμοί της. Και εδώ δεν αναφέρομαι μόνο σε πρώιμα παραδείγματα γραπτού λόγου όπως το χειρόγραφο ή το έντυπο αλλά και πιο πρόσφατα, όπως το ηχητικό κείμενο του ραδιοφώνου, το οπτικοακουστικό κείμενο της τηλεόρασης και βέβαια τα πιο σύγχρονα, όπως το email, το sms, το file sharing γενικότερα και πιο πρόσφατα τη γραπτή επικοινωνία στα social media. Στα προηγούμενα που ανάφερε έχει γίνει εκτενής συζήτηση για το πώς παγιώνουν δίπολα όπως αυτό του συγγραφέα και του αναγνώστη, του παραγωγού και του καταναλωτή ή του πομπού και του δέκτη.
Τι συμβαίνει όμως στην ηλεκτρονική επικοινωνία?
[1] Δεν υπάρχει συμπαρουσία στο φυσικό χώρο, διαμορφώνεται ωστόσο μία αντίληψη κοινής χωροταξίας στον ψηφιακό χώρο. Εδώ πλέον η επικοινωνιακή δράση διεξάγεται μόνο με κειμενικά στοιχεία μεταξύ γνωστών αλλά και αγνώστων, χωρίς τη φυσική συμπαρουσία των ομιλητών και την συναντίληψη μία κοινής φυσικής χωροταξίας (σίγουρα όμως με την αντίληψη μίας κοινής χωροταξίας στον ψηφιακό χώρο είτε αυτό είναι το inbox ενός κινητού, μία διαδικτυακη κοινότητα στο φ/β στην οποία επιστρέφουμε, είτε ο ριζωματικός-θα έλεγα- χώρος που δημιουργεί ένα hashtag).
[2] Ένα άλλο δομικό γνώρισμα της νέας συνθήκης σχετίζεται με το “χρόνο”. Τα social media μπορούν να λειτουργήσουν τόσο ως συγχρονικά όσο και ασυγχρονικά μέσα επικοινωνίας. Τα συγχρονικά προϋποθέτουν μία χωρικά αδέσμευτη αλλά χρονικά ταυτόχρονη συμπαρουσία ομιλητών. Τα ασύγχρονικά αποσυνδέουν τη διαδικάσία αλληλεπίδρασης από τις πιεστικές χρονικές δομές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μεταξύ αποστολής, πρόσληψης και απάντησης υφίσταται ένα μεταβλητό χρονικό όριο.
[3] Το talk back και η διαδραστικότητα, δηλαδή η δυνατότητα των νέων επικοινωνιακών συστημάτων να απαντούν (talk back) στο χρήστη σχεδόν σαν ένα άτομο που συμμετέχει σε μία συζήτηση. Η μελέτη της διαδραστικότητας θα πρέπει να ειδωθεί ως μέρος της εξέλιξης της οντολογίας και της επιστημολογίας των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας γενικότερα και να συνδεθεί και με το γνωστό ως μοντέλο της ανταποκρισιμότητας του Rafaeli. Η διαδραστικότητα απαιτεί ότι οι επικοινωνούντες ανταποκρίνονται ο ένας στον άλλον και διακρίνει τρεις τρόπους διαδραστικότητας που διαφέρουν ως προς το βαθμό ανταποκρισιμότητας.
-Δύο δρόμων. Η επικοινωνία υφίσταται όσο τα μηνύματα εκπορεύονται από και ρέουν προς δύο πλευρές.
-Αντιδραστική. Σημαίνει ότι τα απεσταλμένα μηνύματα αναφέρονται σε κάποια προηγούμενα και άρα δεν έχουμε αμοιβαία και συνεχή επικοινωνία.
-Πλήρως διαδραστική επικοινωνία. Σημαίνει ότι μία σειρά μηνυμάτων οι ύστερες δηλώσεις εξαρτώνται από τις αντιδράσεις στις προηγουμενες δηλώσεις έτσι ώστε επικρατεί μία λογική συνέχεια και να οικοδομούνται σταδιακά διαλογικές δομές επικοινωνίας. Η πληρως διαδραστική επικοινωνία δαιφέρει από την αντιδραστική “στην ενσωμάτωση αναφορών για το περιεχόμενο, τη φύση ή απλά την υπάρξγ προηγούμενων αναφορώΝ”
[3] Στους ψηφιακούς χώρους κοινωνικότητας η διαμεσολάβηση μη λεκτικών τύπως γίνεται μέσα από τη χρήση emoticons (που αρχικά η κατασκευή τους ήταν απλή παύλα, παρένθεση, τελεία), ενώ στη συνέχεια με εικονίδια. Χρησιμοποιούνται επίσης ακρωνύμια όπως το asap ή το btw (για συντομία γραπτών εκφράσεων) αλλά και άλλα όπως το lol ή το lmao που περιγράφουν ουσιαστικά την επιτέλεση ενός γέλιου, την ένταση ενός συναισθήματος, ένα επιφώνημα. Θυμηθείτε και το γνωστό χαμόγελο 🙂 το οποίο για να τονίσει πολύ γέλιο δέχεται πολλές παρενθέσεις στη σειρά. Αναφέρω επίσης τα πιο σύχρονα giffs & memes, που παραπέμπουν σε αυτό που αναφέραμε προηουμένως ως επαναληπτικότητα μοτίβων.
[4] Συμμετοχικότητα συνδεσθμότητα (πραγμ.εικον.)

_Στυλιάνα Γκαλινίκη, Aρχαιολόγος, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Η αρχαιολογία της αστικής περιπλάνησης. Η διαμεσολάβηση της εμπειρίας του flâneur στο Facebook.

Στις διαδικτυακές πλατφόρμες συχνά εισέρχονται οι flâneurs. Για τον flâneur, τον μοναχικό περιπατητή που περιπλανιέται στην πόλη εντοπίζοντας μίτους της ατομικής και συλλογικής μνήμης, οι διαδικτυακές πλατφόρμες είναι εκείνος ο δημόσιος χώρος όπου συναντιέται με τους άλλους, επίσης περιπατητές ή μη, για να μοιραστεί την εμπειρία του. Μέσα από αυτήν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει όχι μόνο τη θέση που έχουν τα ευρήματά του στην αστική στρωματογραφία –μνημεία, γειτονιές, αντικείμενα, κτίρια–αλλά και τις σχέσεις οικειότητας που ο ίδιος ή άλλοι έχουν αναπτύξει με το υλικό αστικό απόθεμα. Ο πλάνης της σύγχρονης πόλης μοιάζει όχι μόνο να αναζητά το δικό του παρελθόν στον χώρο που ζει, αλλά και να το διεκδικεί. Το υλικό που «ανεβάζει», αν και μεταχειρίζεται τον επίσης ρευστό χαρακτήρα των αναρτήσεων, αντιμάχεται το φευγαλέο. Στα λίγα λεπτά δημοσιότητας που μπορεί να επιτύχει, ο ιδιότυπος αυτός αρχαιολόγος έχει τη δυνατότητα να μιλήσει πια ο ίδιος, επιστρατεύοντας συχνά τα μεθοδολογικά εργαλεία των επαγγελματιών του παρελθόντος –αρχειακές πηγές, βιβλιογραφία, μαρτυρίες– για τόπους, πράγματα αποκαλύπτοντας τη δυναμική τους διαλεκτική με την ατομική και συλλογική μνήμη. Θα μπορούσαν οι ειδήμονες να σωπάσουν και να αφουγκραστούν τον λόγο του πλάνητα;
_Γιώργος Κυριακόπουλος, Ανεξάρτητος ερευνητής
Υβριδική προφορικότητα: Το παράδειγμα μιaς διαδικτυακής ομάδας για τη νεότερη χρηστική κεραμική.

Η Ομάδα “Potters and Pottery of Greece” στο Facebook μετράει ήδη 4 χρόνια ζωής και 3.600 μέλη. Στόχος της είναι η διάδοση της γνώσης για την νεώτερη ελληνική λαϊκή κεραμική μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και εικόνων και η διατύπωση γνώμης που θα οδηγήσει σε γόνιμο διάλογο μεταξύ των μελών. Από την αρχή της δημιουργίας της, η Ομάδα προσέλκυσε ικανό αριθμό αρχαιολόγων, κοινωνικών ανθρωπολόγων, λαογράφων, συλλεκτών και άλλων «επαϊόντων», οι οποίοι συνδιαλέγονται γόνιμα με την πλειάδα των μη εξειδικευμένων μελών. Με τα χρόνια, ο κύκλος των ενδιαφερομένων μεγαλώνει, χωρίς σημαντικές υποχωρήσεις στο περιεχόμενο των αναρτήσεων, παρότι δεν υπάρχει περιορισμός ύφους και πολλές από τις ανακοινώσεις μπορεί να είναι από αυτάρεσκες έως εντελώς κενές πληροφορίας. Όμως αυτός ο προφορικός και εικονογραφικός «αχταρμάς», παραδόξως, αντί να δημιουργήσει μια ανεπιθύμητη απλουστευτική εκλαΐκευση και να ευτελίσει τον σκοπό της Ομάδας, καταλήγοντας να υπακούει μόνο στους επικοινωνιακούς κανόνες του μέσου facebook (προσωπική επικοινωνία, αντεγκλήσεις, συναισθηματική αντίδραση, επιφανειακή ενασχόληση κλπ), προκάλεσε αντιθέτως μία πρωτόγνωρη ενίσχυση του ενδιαφέροντος για το θέμα. Αυτό φαίνεται τόσο στον εκπληκτικό αριθμό των ηλεκτρονικά συμμετεχόντων, όσο και στο γεγονός ότι γέννησε και υποστηρίζει ενεργά έναν μη διαδικτυακό «Κύκλο Νεότερης Κεραμικής» στην Γαλλική Σχολή Αθηνών, που συνδιοργανώνουν ο διαχειριστής της Ομάδας Γιώργος Κυριακόπουλος, η αρχαιολόγος Μιμίκα Γιαννοπούλου (με πολυετή πείρα στην νεώτερη κεραμική) και ο Alexandre Farnoux, Διευθυντής της Σχολής. Έτσι, ο προφορικός λόγος και η ανέλπιστη προσέλκυση πληροφοριών (που χωρίς την Ομάδα ενδεχομένως θα είχαν αποκλειστεί σε ένα συρτάρι ή σε ένα άλμπουμ ή σε μια ανάμνηση χωρίς αποδέκτη) κατάφεραν να εμπλέξουν μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων και να προαγάγουν τη γνώση και την έρευνα, απενοχοποιώντας μέσω μιας ευχάριστης ενασχόλησης τους ενεργούς ή εν υπνώσει κατόχους της. Ο προσεκτικός και επιλεκτικός χρήστης αυτών των πληροφοριών και αυτών των γνωμών μπορεί να επεξεργαστεί αυτό τον θησαυρό και να επαναποδώσει στην Ομάδα χρήσιμους καρπούς. Και μαζί με την Ομάδα να ωφελήσει σημαντικά και την επιστημονική κοινότητα, τόσο εκείνους που ενδιαφέρονται αυστηρά για το θέμα, όσο και εκείνους στους οποίους η γνώση της νεώτερης κεραμικής μπορεί να προσφέρει τροφή για σκέψη στον δικό τους τομέα.


12:00 – 14:00

Μνήμες και Υλικότητα (ΙΙ): Πόλεις, κτήρια, αντίγραφα και ανακατασκευές μνημείων.
Συντονιστές: Γιώργος Σμύρης, Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Βιργινία Μαυρίκα, Ιστορικός της τέχνης, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Χώρος: Φετιχιέ Τζαμί

_Αφροδίτη Καμάρα, Ιστορικός, σύμβουλος διαχείρισης πολιτιστικής κληρονομιάς, Time Heritage, Γιώργος Τζεδόπουλος , Ιστορικός, συνεργάτης του Time Heritage, Σεγιέντ Μοχάμαντ Ταγκί Σχαριάτ–Παναχί, Ιστορικός
«Παλίμψηστα» κτίρια ως τεκμήρια πληθυσμιακών μετακινήσεων ή πώς οι ιστορίες αποτυπώνονται σε υλικότητα.

Στις μέρες μας η επανάχρηση ιστορικών κτιρίων γίνεται κυρίως για κοινωφελή σκοπό, και μάλιστα πολιτιστικού χαρακτήρα: τα περισσότερα ιστορικά κτίρια συνήθως μετασχηματίζονται σε πολιτιστικά κέντρα, βιβλιοθήκες, μουσεία, θέατρα ή και κτίρια δημόσιου χαρακτήρα (π.χ. έδρες αρχαιολογικών εφορειών). Με τον τρόπο αυτό διατηρείται η «ιστορικότητα», όχι όμως πάντοτε και η «αυθεντικότητα» του μνημείου. Στο παρελθόν, δεν ήταν λίγες οι φορές που ιστορικά κτίρια «υποβαθμίζονταν» σκόπιμα σε χρήσεις τελείως διαφορετικές από τις προγενέστερες, ή και κατεδαφίζονταν. Ωστόσο, όπου και όταν το πνεύμα «οικονομίας» υπερτερούσε του θρησκευτικού ή/και πολιτικού αξιώματος που πρόσταζε την εξάλειψη τεκμηρίων μιας προγενέστερης καθεστηκυίας τάξης, τα κτίρια μετασχηματίζονταν λειτουργικά για να καλύψουν τις ανάγκες νέων πληθυσμιακών ομάδων που εγκαθίσταντο σε έναν τόπο, χωρίς πάντοτε να διαγράφουν ολοσχερώς την ως τότε ιστορική πορεία των προκατόχων τους. Σχεδόν πάντοτε, δε, στη μοίρα των κτιρίων εγγράφεται η βιαιότητα ή μη με την οποία έγινε η όποια πληθυσμιακή μετάβαση (ή και ο θρησκευτικός ή κοινωνικός μετασχηματισμός).
Ιδιαίτερη περίπτωση στη διαμόρφωση τέτοιων «παλίμψηστων» κτιρίων αποτελεί η Κρήτη και ιδιαίτερα τα Χανιά: καθώς μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού προερχόταν από εξισλαμισμούς γηγενών, τα προγενέστερα κτίρια (ενετικά και βυζαντινά) αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό, ενώ το ίδιο συνέβη μετά την αποχώρηση των λεγόμενων «Τουρκοκρητικών» με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924. Με τον τρόπο αυτό η τοπογραφία της ιστορικής πόλης των Χανίων παρέμεινε σχετικά σταθερή, τουλάχιστον μετά την ολοκλήρωση των οχυρωματικών έργων στα τέλη του 16ου αιώνα, με τα κτίρια να καταστρέφονται κατά κύριο λόγο από φυσικά αίτια. Η «ανάγνωση» των κτιρίων αυτών, σε συνδυασμό με επιγραφικές και αρχειακές πηγές, μπορεί να εμπλουτίσει το βαθμό κατανόησής μας για τους θρησκευτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, αλλά και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις όπως αποτυπώθηκαν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας ή ακόμη και «γειτονιάς». Οδηγός στην προσπάθειά μας αυτή θα είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα «παλίμψηστα» κτίρια των Χανίων, ο Άγιος Νικόλαος Σπλάντζιας Χανίων (πρώην ΧουνκιάρΤζαμισί και Καθολικό της Δομινικανής μονής του Αγίου Πέτρου).

_Μάρθα Γ. Παπαδοπούλου, Αρχειονόμος, Διευθύντρια ΓΑΚ– Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου
Οι σκιές της ιστορίας μας: Γενικά Αρχεία του Κράτους – Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, Σουφαρί Σαράι, πολεμιστές, στρατωνισμός εφίππων, λίμνη, πολιτιστική διαχείριση.

Το λιθόκτιστο οικοδόμημα ορθογώνιας κάτοψης του Κάστρου με το μνημειακό του χαρακτήρα τόσο κατά την περίοδο του Αλή Πασά ως σχολή στρατωνισμού της έφιππης χωροφυλακής όσο στη σύγχρονη εποχή ως μουσειακός χώρος διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς των απανταχού ηπειρωτών αποκρυπτογραφεί την πολιτιστική πορεία της πόλης των Ιωαννίνων. Μεταφυσικά φαινόμενα με θρυλικούς πολεμιστές αναδεικνύουν ηγετικές Ηπειρωτικές μορφές στην επανάσταση στην Κρήτη.

Οι έντυποι χάρτες, οι αγωνιστές του 1821, οι ευεργέτες, οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις της λίμνης και θρησκευτικών τοπίων των προσωπικοτήτων σε ξυλογραφία, λιθογραφία και φωτογραφία, όπως δείχνει το έντυπο υλικό από τα περιοδικά και τις εφημερίδες του 19ου αι., κοσμούν τους επιβλητικούς χώρους του εμβληματικού Οθωμανικού Μνημείου Σουφαρί-σαράι.

Το ιστορικό πλαίσιο, το άλογο, η διαχείριση του λίθου, η σύνδεση με την τοπική γεωλογία και αρχιτεκτονική καθώς και η παραχώρησή του με απόφαση της Μελίνας Μερκούρη από το Υπουργείο Πολιτισμού για τη στέγαση των ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου κατευθύνουν τη γνώση και «συνομιλούν» με τον πολιτισμό. Παράλληλα, αναδεικνύουν τη μνήμη, η οποία τελεί σε διαρκή εξέλιξη και αναφέρεται στο παρελθόν και τη «Μνημοσύνη», τη γεννήτορα όλων των τεχνών, των επιστημών και της ιστορίας. Χρέος μας είναι η ανάδειξη της αξίας της συλλογικής μνήμης, η οποία διαμορφώνει και την ταυτότητα της κοινωνίας.

_Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου, Αρχιτέκτων, Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Γιώργος Λιόλιος, Δικηγόρος, ιστορικός
Οι σκιές και τα ίχνη: Μια απόπειρα χαρτογράφησης της εβραϊκής παρουσίας στον ιστό της σύγχρονης Βέροιας.
Προβολή ταινίας «Το νήμα», διάρκειας 5′
Στις 27 Μαρτίου 1937 ο Μητροπολίτης Βέροιας επισκέπτεται τη Συναγωγή της πόλης για να παραστεί στη δέηση του Πάσχα, «θεωρώντας τον εαυτό του ευτυχή» για το γεγονός αυτό. Στην μικρή αυτή πόλη της Μακεδονίας, η Γερμανική κατοχή βρίσκει περίπου 650 Εβραίους να συνυπάρχουν αρμονικά με τους περίπου 17.000 χριστιανούς συμπολίτες τους. Στην υπερδισχιλιετή της παρουσία, η Εβραϊκή κοινότητα, αποτελούμενοι αρχικά από Ρωμανιώτες και, από τον 15ο αιώνα και μετά, από Σεφαραδίτες, έχει τη δική της θρησκεία, κουλτούρα, γλώσσα, μουσική, αλλά και τα δικά της τοπόσημα, διαδρομές και περιοχές μέσα στην πόλη. Πυρήνας της η Εβραϊκή συνοικία, ένα αυτόβουλο γκέτο κάτω από την Ακρόπολη της Βέροιας, σε ένα μικρό πλάτωμα πάνω από τις όχθες του ορμητικού Τριπόταμου, με την Συναγωγή, το πνευματικό της κέντρο. Η συνοικία, γνωστή ως «Χάβρα», διατηρεί ακόμη το όνομά της. (Αλλά σήμερα είναι τόπος ανάπτυξης για ξενώνες πολυτελείας. Εκτός από δύο επιγραφές στα μεγάλα αρχοντικά της συνοικίας, όνομα εβραϊκό δεν σώζεται. Το επιβλητικό σπίτι των Μορδεχάι λέγεται Αρχοντικό Μπέκα, το αρχοντικό του Σαρφατή μετονομάστηκε σε Μπόζογλου, το αρχοντικό του Στρούμσα Αναστασίου κ.o.κ.) Την εποχή εκείνη, το κοινοτικό σχολείο, που βρίσκεται στην οδό 10ης Μεραρχίας, σφύζει από ζωή. (Λίγους μήνες μετά, 200 παιδιά θα εξολοθρευτούν στο Ολοκαύτωμα.) Τα μαγαζιά της Παλιάς Αγοράς, όπου πολλοί Εβραίοι κάτοικοι έχουν τις δουλειές τους – εμπορικά, τενεκετζίδικα, υαλουργεία, μπακιρτζίδικα – λειτουργούν ακόμη, έστω και αν η Κεντρική οδός ονομάζεται Hauptstrasse. Και είναι και η μνήμη των νεκρών: δύο πέτρινα γεφύρια συνδέουν τη «Χάβρα» με την αντίπερα όχθη, όπου και το νεκροταφείο της κοινότητας εκτός των τειχών, στην πλαγιά που και σήμερα ονομάζεται «εβραίικα μνήματα». (Οι νεκροί καταπλακώθηκαν από το γήπεδο μπάσκετ και το 5×5 ποδοσφαίρου για τα παιδιά της γειτονιάς, ταφόπλακες κομματιάστηκαν και πετάχτηκαν, άλλες χρησιμοποιήθηκαν σε δημοτικά έργα).
Τη δεύτερη χρονιά της ναζιστικής κατοχής, αυτή η καθημερινότητα των Εβραίων, που συγκροτείται από οικείους τόπους, διεμβολίζεται από μη κανονικές διαδρομές: προς την οικία Βελτσίδη, όπου η Κομαντατούρ, προς την Βίλα Βικέλα και τους στρατώνες, όπου οι φυλακές, προς τα χωριά των Πιερίων, φυγάδες με τη μεσολάβηση των ντόπιων ανταρτών του ΕΛΑΣ. Τέλος, την Πρωτομαγιά του 1943, χαράσσεται στον ιστό της πόλης η τελευταία διαδρομή για τους Εβραίους: μια πομπή ξεκινά από τη Χάβρα και διασχίζοντας όλη την πόλη καταλήγει στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Τρεις μέρες αργότερα, μετά από μια πολύ σύντομη στάση στο στρατόπεδο Χιρς στη Θεσσαλονίκη, η διαδρομή έμελλε να συνεχιστεί μέχρι την Πολωνία και το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπίρκεναου απ’ όπου δεν επέστρεψε κανείς.
Μια μικροΐστορία για πολλές δεκαετίες πίσω από τις κουρτίνες της δημόσιας Ιστορίας, μια μικροΐστορία με μισόλογα και πολλές σιωπές, μια μικροΐστορία κατακάθι στη συλλογική μνήμη. Ποιος φοβάται τους απόντες; Μια πόλη που «ξεμπερδεύει» τις παρτίδες της με τη μνήμη ονομάζοντας μία οδό της πόλης ως οδό Εβραίων Μαρτύρων, όπου δεν κατοικεί σχεδόν κανείς σύγχρονος. Μια οδός εξορισμένη…
Στο βαθμό που τα υλικά στοιχεία της πόλης – ό,τι έχει απομείνει από κτήρια ή ερείπια, δρόμους και πλατώματα, ονόματα – μπορούν εν δυνάμει να είναι μάρτυρες της παρουσίας ανθρώπων, μας ενδιαφέρει να αποπειραθούμε την χαρτογράφηση της ιστορίας αυτών «που δεν έμεινε κανένας πίσω να τους θυμάται». Η χαρτογράφηση αυτή απέχει πολύ από το να είναι μια «στρατηγική», αντίθετα είναι ένα μίγμα από ετερόκλητες, πολύμορφες «τακτικές», για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Michel de Certeau. Ως ένα “work in process” θα παρουσιαστούν αυτές οι τακτικές που στόχο έχουν να δώσουν υλικότητα στη μνήμη, εγχαράσσοντάς την, έστω και εφήμερα, στη σύγχρονη πόλη.

_Διαμαντής Αλέξανδρος. Ιστορικός της τέχνης
Η μάχη του Παλάτσο Βέκιο. Η αναζήτηση ενός έργου του Λεονάρντο στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης γύρω από τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ιταλία.
Πριν πέντε περίπου χρόνια ξέσπασε στην Ιταλία μια δημόσια διαμάχη γύρω από την έρευνα για τη χαμένη τοιχογραφία του Leonardo da Vinci με θέμα τη μάχη του Anghiari, ανάμεσα στη Φλωρεντία και το Μιλάνο το 1440. Την περίοδο 2011-2012 το Διεπιστημονικό Κέντρο για την Τέχνη, την Αρχιτεκτονική και την Αρχαιολογία του Σαν Ντιέγκο (Center of Interdisciplinary Science for Art, Architecture and Archaeology) πραγματοποίησε έρευνα στην Αίθουσα των Πεντακοσίων (Salone dei Cinquecento) του Palazzo Vecchio στη Φλωρεντία, με την υποστήριξη της National Geographic Society. Η επεμβατική μέθοδος διάτρησης της νωπογραφίας του Giorgio Vasari με θέμα τη μάχη του Marciano in Val di Chiana (ή μάχη του Scannagallo) ανάμεσα στη Φλωρεντία και τη Σιένα το 1554, στον ανατολικό τοίχο της αίθουσας, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μέρους της επιστημονικής κοινότητας, με συνέπεια τη διακοπή των εργασιών στις αρχές Δεκεμβρίου του 2011 και την οριστική ματαίωση του εγχειρήματος το Σεπτέμβριο του 2012. Η αντιπαράθεση έλαβε πολιτικές διαστάσεις, αναδεικνύοντας σημαντικά μεθοδολογικά, θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα διαχείρισης της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

_Μonika Dimitrova, Ειδική σε θέματα Πολιτιστικής Διαχείρισης
Restoring the Past, Reshaping the Present: Exploring the phenomenon of hypothetical reconstructions of archaeological cultural heritage in Bulgaria.
After 2007 and the inclusion of Bulgaria in the European Union, European funding has been introduced on a national level through a variety of programmes. Partial funding is being relocated towards conservation of archaeological heritage. Nevertheless, the majority of the restorations of 72 archaeological sites are being deemed unfit by academics and international experts. Some of them were termed “hypothetical reconstructions” and have attracted extensive media and academic attention over the years. Many have expressed the opinion that the completion of restoration projects executed under the regional development programmes leads to a destruction of heritage.
While the responsibility of this falls mostly with policy-makers and heritage managers, it is also important to involve the public, which is one of the main stakeholder groups of the heritage in question. According to specific cultural policies drawn by the European Commission, the European community is another distant, but theoretically involved stakeholder. Therefore, the destruction of Bulgarian archaeological heritage should be a concern not only for the local public, but for European citizens all over the Union.
The movement of funding and common heritage preservation standards along the European Union is considered and discussed, while the discussion is mainly oriented towards the public. Moreover, the conducted study and the following discussion can further serve as an example of how ideas of common European legislation and sense of belonging could be interpreted in the specific national context of a new EU’s member-state.

_Ergün Lafli, Καθηγητής Αρχαιολογίας, Dokuz Eylül Üniversitesi, Σμύρνη
Archaeological Replicas in Turkey.
In this paper I present some examples of fakes. In Turkey a recent public debate has focused on previously inconspicuous “archaeological fakes”. The problem was known previously, but not permanently entered in scientific research. There is probably still a long way to go before Turkish archaeologists deal with this matter in a scientific way and accept it as an important study area. Turkey is a key country for both authentic antiquities and forgery production, but we know little about which materials should be categorized as replicas or fakes, which objects were falsified, what materials were faked, why and by whom.
The number of suspected forgeries exhibited in local museums is very high, including numerous lamps, coins, metal objects (especially silver) and gems. This paper presents a sample catalogue of artifacts, using multiple criteria to determine their non-authenticity.


12:30 – 14:30

Η αρχαιολογία του μετώπου.
Διοργανώτρια: Ιουλία Κατσαδήμα, Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Χώρος: Μουσείο Αργυροτεχνίας

Στις αρχές του 20ου αιώνα, αρχαιολογία και πόλεμος απέκτησαν κάτι περισσότερο από συμβολική σύνδεση. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1920-1922 έως την κήρυξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1940-1944), σε έναν ευρύ, γεωγραφικό χώρο, εκτεινόμενο από την Ήπειρο και τη Μακεδονία έως την Κρήτη και την Ανατολία, καταγράφονται περιπτώσεις κινητικότητας αρχαιολόγων στο πλαίσιο συγκεκριμένων, πολεμικών επιχειρήσεων.
Άλλοτε ως «επίστρατοι» όπως ο Δημήτριος Ευαγγελίδης (1912-1913), άλλοτε ως διευθυντές ανασκαφών, όπως ο Κ. Κουρουνιώτης (1921-1922), ακολουθούν τις μετακινήσεις των στρατευμάτων και καταγράφουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των υπό διεκδίκηση περιοχών, συγκεντρώνουν διάσπαρτες αρχαιότητες, διευθύνουν ανασκαφές (Νύσα Μαιάνδρου), και μεταφέρουν αρχαιότητες από τις πληγείσες περιοχές στον ελλαδικό χώρο (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Ιωάννινα). Οι δραστηριότητες αυτές καταγράφονται σε αναφορές που υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες και δημοσιεύονται σε περιοδικά της εποχής. Ο Νέος Ελληνομνήμων (τ. 10, 1913) δημοσιεύει τις αναφορές του Δημητρίου Ευαγγελίδη από τις εξορμήσεις του στην «Βορειοδυτική Ήπειρο», οι τόμοι 6 και 7 του Αρχαιολογικού Δελτίου είναι αφιερωμένοι στις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Μ. Ασία. Γνωστές είναι επίσης οι περιπτώσεις αρχαιολόγων, όπως οι N. G. L. Hammond και T. J. Dunbabin, οι οποίοι δραστηριοποιούνται ως εντεταλμένοι της βρετανικής Ομάδας Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Executive- SOE) (1940-1944), σε περιοχές όπως η Ήπειρος, η Αλβανία και η Κρήτη. Πρόκειται για εμπειρίες, που θα καταγραφούν αργότερα από τον Hammond, με αξιοπρόσεκτη συνέπεια, στο γνωστό έργο για την Ήπειρο και τις γειτονικές της περιοχές, το οποίο αντλεί από τις επίπονες οδοιπορίες του στα βουνά της ηπειρωτικής ενδοχώρας.
Στόχος της συνεδρίας είναι να οδηγήσει σε έναν ευρύτερο προβληματισμό για τα κίνητρα των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων, να εμπλουτίσει τη συζήτηση με συναφή παραδείγματα και να διαμορφώσει ένα γόνιμο περιβάλλον διαλόγου που θα αποτελέσει το έρεισμα για τη περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης πολέμου και αρχαιολογίας.

_Ιουλία Κατσαδήμα, Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων
Η αρχαιολογία στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913): Η περίπτωση του Δημητρίου Ευαγγελίδη.

Η κατάκτηση τμημάτων της Μακεδονίας και της Ηπείρου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) συνοδεύτηκε από τη δραστηριοποίηση Ελλήνων αρχαιολόγων, με αποτέλεσμα οι αρχαιότητες των περιοχών αυτών να γίνουν αντικείμενο καταγραφής και αξιολόγησης και να παρουσιαστούν ως συστατικά στοιχεία της εθνικής κληρονομιάς
Στην ανακοίνωση επιχειρείται η ιχνηλάτηση της πορείας του Δημήτριου Ευαγγελίδη στην Νότια Αλβανία κατά τα έτη 1913-1914, η αναγνώριση των κρίσιμων σταθμών της διαδρομής του (Χιμάρα, Ογχησμός, Τεπελένι, Φοινίκη κοκ) και η συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του. Ηπειρώτης, ο ίδιος στην καταγωγή, εκλήθη από την ελληνική κυβέρνηση να καταγράψει τις «Αρχαιότητες και τα βυζαντιακά μνημεία της βορειοδυτικής Ηπείρου», σε μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη, που σφραγίστηκε από τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού έως το Τεπελένι (Μάρτιος 1913), τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913) και τη διακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητου κράτους (Ιούλιος 1913) έως τη δημιουργία της αυτόνομης Προσωρινής Κυβέρνησης της Βορείου Ηπείρου (Φεβρουάριος 1914).
Τα στοιχεία στα οποία θα βασιστεί η παρουσίαση αντλούνται ως επί το πλείστον από τις αναφορές του, οι οποίες υποβάλλονται στη Γενική Διοίκηση των εν Ηπείρω υπό του ελληνικού Στρατού κατεχομένων Xωρών, για να διαβιβαστούν στο Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργείο.
Η πλειονότητα των εξεταζόμενων εγγράφων προέρχεται από το Τμήμα του Ιστορικού Αρχείου Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών  του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

_Γιάννης Στόγιας, Αρχαιολόγος, ερευνητής-επιμελητής, Νομισματική Συλλογή ΚΙΚΠΕ, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Νομισματικές δωρεές, συλλογές και συναφή σύνολα  που εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια την περίοδο 1912–1924.

Η παρούσα θεώρηση έχει ως πλαίσιο αναφοράς μια περίοδο που κυριαρχήθηκε κατεξοχήν από πολεμικές συγκρούσεις: Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1919-1922). Εστιάζει σε σύνολα αρχαίων, μεσαιωνικών και νεώτερων νομισμάτων που εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια κατά τη διάρκεια αυτών των ταραγμένων χρόνων, κυρίως ως δωρεές ομογενών με αποδέκτη την εθνική συλλογή του Νομισματικού Μουσείου. Μια σταχυολόγηση περιπτώσεων καταγράφει ομογενείς από περιοχές πριν από την ένταξή τους στο τότε επεκτεινόμενο ελληνικό κράτος (που ενσωματώθηκαν ή αποτέλεσαν εφήμερες κτήσεις), καθώς και από περιοχές πέραν των ορίων της επέκτασης, ακόμη και από απώτερα σημεία της ελληνικής διασποράς. Σε μια αποτίμηση του αντίκτυπου, αναφαίνεται ενίοτε ως καθοριστικός ο παράγοντας των στρατιωτικών επιχειρήσεων των ελληνικών δυνάμεων.
Στο πλαίσιο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Συλλογής Keun, μιας νομισματικής συλλογής που είχε καταρτιστεί από τον Αριστομένη Στεργιογλίδη, Σαμιώτη λόγιο, φιλόλογο και αρχαιολόγο, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης (1885-1892). Η συλλογή αυτή αγοράστηκε από τον Ολλανδό A. Keun και δωρήθηκε στο Νομισματικό Μουσείο το 1919.
Στον απόηχο της Καταστροφής του 1922 και της ανταλλαγής των πληθυσμών, η τύχη ορισμένων νομισματικών συνόλων που μετακινήθηκαν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο (1924), δημιουργώντας τη Νέα Κούταλη. Ξεχωριστή αναφορά μπορεί να γίνει σε ορισμένα τεκμήρια μνήμης με βάση τη μικρή συλλογή νομισμάτων του Μουσείου Νέας Κούταλης.

Έχει υποστηριχθεί ότι οι καθημερινές μορφές της συλλογικής μνήμης υπόκεινται σε έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα που δεν υπερβαίνει τα εκατό χρόνια (τρεις γενιές). Για τη διατήρηση της Μνήμης, μέσω της οπτικής ότι «τα μικρά πράγματα δεν θα έπρεπε να χάνονται» (parva ne pereant), ο ρόλος της Αρχαιολογίας αναδεικνύεται κομβικός.

_Ευαγγελία Γεωργίου, Αρχαιολόγος, νομισματολόγος
Η αρχαιολογική δραστηριότητα στην Μικρά Ασία κατά την διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου 1920 – 1922 μέσα από τις μαρτυρίες των νομισμάτων. 

Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1920 – 1922 οι έλληνες αρχαιολόγοι δραστηριοποιούνται στην Μικρά Ασία. Βασικός στόχος είναι η περισυλλογή των αρχαιοτήτων που υπήρχαν εκεί, καθώς οι περισσότερες είχαν λεηλατηθεί, η συγκέντρωση των διάσπαρτων στα χωριά αρχαίων και η μεταφορά τους στην Σμύρνη, στην αρχαιολογική συλλογή της Ευαγγελικής Σχολής. Παράλληλα, ξεκινούν και ανασκαφικές έρευνες. Ειδικότερα, ο Γεώργιος Σωτηρίου ανασκάπτει τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στην Έφεσο, ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης την Νύσα στον Μαίανδρο και ο Γεώργιος Οικονόμος τις Κλαζομενές.
Τα μοναδικά αυτά ενθύμια από το έργο των Ελλήνων αρχαιολόγων στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα τα νομίσματα θα παρουσιάσουμε στην συγκεκριμένη εργασία, προκειμένου να καταδειχθεί η συνεισφορά τους στην μελέτη της ιστορίας.

_Φαίδων Μουδόπουλος-Αθανασίου,  Αρχαιολόγος, υπ. διδάκτορας Πανεπιστημίου του Σέφιλντ
Γράφοντας ιστορία: Ο N.G.L Hammond ανάμεσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα και το μέτωπο.  

Στις ανθρωπιστικές σπουδές είθισται η προσέγγιση των αρχαιολόγων ως υποκειμένων έρευνας να διαφέρει από την ερμηνεία των επιστημονικών τους πονημάτων. Τί συμβαίνει όμως στην περίπτωση που οι ζωές τους είναι αλληλένδετα συνδεδεμένες με το επιστημονικό τους έργο; Στην περίπτωση του Nicholas G. Hammond, η έκφραση «γράφοντας ιστορία» έχει διττό συμβολισμό. Σε νεαρή ηλικία είχε επισκεφθεί την Ήπειρο και την Αλβανία δίνοντας ερευνητικό βάρος στην αρχαία ιστορία και την τοπογραφία των περιοχών. Η μεθοδολογία που ακολουθούσε, επικοινωνώντας με τους ντόπιους για τον εντοπισμό μονοπατιών και αρχαιοτήτων, τον οδήγησε να εξοικειωθεί με το περιβάλλον των περιοχών και να αποκτήσει καλή γνώση της Ελληνικής και Αλβανικής γλώσσας. Αυτή ακριβώς η εξειδίκευσή του σε ένα τοπίο που έμελλε να γίνει το θέατρο μερικών από τις αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας του τόπου, οδήγησε την Βρετανική υπηρεσία Special Operations Executive να τον προσθέσει στο δυναμικό της. Από το 1941 έως το 1944 έδρασε ως μέλος της συγκεκριμένης υπηρεσίας δραστηριοποιούμενος κυρίως στην Ήπειρο και την ιταλοκρατούμενη Αλβανία, με περάσματα όμως από την Κρήτη και το Ισραήλ. Τον Σεπτέμβριο του 1944 αποσύρθηκε από την δ%C